Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013


ΚΩΣΤΑΣ  ΒΑΡΝΑΛΗΣ  (1884 – 1974)
                Τα  βιώματά  του  προέρχονται  από  την  ιδιαίτερη  πατρίδα  του,  τον  Πύργο  της  Βουλγαρίας,  τη  Φιλιππούπολη,  όπου  φοίτησε  σε  γυμνάσιο,  την  Αθήνα,  όπου  φοίτησε  στη  Φιλοσοφική  Σχολή,  την  ελληνική  επαρχία  και  τον  Πειραιά,  όπου  εργάστηκε  ως  καθηγητής  αλλά  και  το  Παρίσι,  όπου  παρακολούθησε  μαθήματα  φιλολογίας,  φιλοσοφίας  και  κοινωνιολογίας.  Εκεί  γνώρισε  και  ασπάστηκε  το  μαρξισμό.  Όταν  επέστρεψε  στην  Αθήνα,  διορίστηκε  καθηγητής  στην  Παιδαγωγική  Ακαδημία  αλλά  πολύ  σύντομα  απολύθηκε  λόγω  της  ιδεολογίας  του.  Εργάστηκε  ως  μεταφραστής  και  δημοσιογράφος.  Βραβεύτηκε  με  το  βραβείο  Λένιν (1959).                                                                                                     Το  έργο  του  είναι  ποικίλο : ποίηση,  πεζογραφία,  θέατρο,  μελέτες,  μεταφράσεις.                    Διακρίθηκε,  βέβαια,  για  την  ποίησή  του,  η  οποία  συνδυάζει  παραδοσιακούς  εκφραστικούς  τρόπους  και  ανάδειξη  του  λαού  και  των  προβλημάτων  του.                                                      Στην  α’ περίοδο  του  έργου  του (1904 – 1919)  επηρεάστηκε  από  το  γαλλικό  παρνασσισμό (στροφή  στην  κλασική  αρχαιότητα  και  τον  αισθητισμό).   Αλλά  πέρα  από  την  επίμονη  επεξεργασία  της  μορφής  διακρίνεται  στο  έργο  του  η  διονυσιακή  αντίληψη  των  πραγμάτων  και  ο  πρωτογενής  λυρισμός.  Στην  β’ περίοδο  του  έργου  του  είναι  εμφανής  η  σατιρική  διάθεση,  ο  αντιρομαντισμός,  η  ιδεολογική  στράτευση  και  ο  ενστερνισμός  της  επικούρειας  βιοθεωρίας.
ΟΙ  ΜΟΙΡΑΙΟΙ (1922)
Το  ποίημα  πρωτοδημοσιεύτηκε  την  ίδια  χρονιά  με  τη  συλλογή  «Το  Φως  που  καίει»,  όταν  δηλαδή  ο  ποιητής  έκανε  φανερή  τη  στράτευσή  του  στο  μαρξισμό.
ΔΟΜΗ : 1η ενότητα (α’ στροφή) : Οι  θαμώνες  της  υπόγειας  ταβέρνας.                                                                              2η ενότητα (β’ στροφή)  :  Η  συμπεριφορά  των  θαμώνων.                                                                                3η ενότητα (γ’ στροφή)  :  Η  θλιβερή  ζωή  των  θαμώνων.                                                                     4η ενότητα (δ’ στροφή)  :  Παραδείγματα  από  την  άθλια  ζωή  τους.                                                            5η ενότητα (ε’ στροφή)  :  Αιτιολόγηση  της  αθλιότητας  από  τους  «μοιραίους».                                             6η ενότητα (στ’ στροφή) :  Πραγματική  αιτία  της  θλιβερής  ζωής  τους.
ΤΙΤΛΟΣ : Αναφέρεται  στους  φτωχούς  και  δυστυχισμένους,  στους  άθλιους,  στους  ανίκανους  να  αντιληφθούν  τις  αιτίες  που  τους  οδήγησαν  στο  κοινωνικό  περιθώριο,  σε  όσους  παθητικά  και  μοιρολατρικά  αποδέχονται  την  κατάστασή  τους  και  δεν  αντιδρούν.
Στην  α’ ενότητα  ο  ποιητής  εισάγει :  α)  στον  αφηγηματικό  χώρο,  β)  στον  αφηγηματικό    χρόνο,   γ)  στο  μέσο  διαφυγής  από  την  πραγματικότητα,  δ)  στο  σκοπό  συνάθροισης  των  πρωταγωνιστών,  ε)  στη  βιοθεωρία  τους,  στη  νοοτροπία  τους.  Ορισμένα  από  τα  παραπάνω  έχουν  συμβολικές,  γενικευμένες  διαστάσεις.  Το  πρόσωπο  είναι  α’  πληθυντικό  με  στόχο  να  εντάξει  τον  εαυτό  του  στους  πρωταγωνιστές  και  η  γλώσσα  είναι  αψεγάδιαστα  λαϊκή  ώστε  να  ενταχθεί  στον  κύκλο  των  «μοιραίων»  άμεσα  και  αυτοβούλως   και   ο  αναγνώστης  ταυτιζόμενος  συναισθηματικά  μαζί  τους.                                       Στη  β’ ενότητα  ο  ποιητής  επικεντρώνεται   στους   πρωταγωνιστές  και  σε  γ’ ενικό  πρόσωπο  τους  σχολιάζει,  τους  κρίνει,  τους  επικρίνει  ως  αντικειμενικός  παρατηρητής.  Αν  και  συμμετέχει  συναισθηματικά  στον  πόνο  και  στα  προβλήματά  τους   ως  τρίτο  πρόσωπο  πλέον  βλέπει  σχολαστικά  και  εξεταστικά  τις  λεπτομέρειες  της  ζωής  τους.   Αυτές  οι   λεπτομέρειες  υποδηλώνουν   τα  βιώματα,  τις  ανάγκες  και  τα  συναισθήματά  τους,  τα  οποία  παρουσιάζονται   γενικευμένα  και  διαχρονικά,  ως  αποφθεύγματα.           Εντύπωση  προκαλούν  χαρακτηριστικές  λέξεις (σφιγγόταν,  εφτυούσε,  βάσανο),  το  θαυμαστικό,  η  μεταφορά (άσπρη  ημέρα)  και  ο  χρόνος  των  ρημάτων  (ενεστώτας)  που  τονίζει  τη  διάρκεια  και  άρα  το  μέγεθος  της  δυστυχίας  τους.  Η   γ’ ενότητα  αναδεικνύει  τον  εμπνευσμένο   λυρισμό  του  ποιητή,  που  μαζί  με  το  σχήμα  της  αντίθεσης,  της  κλιμάκωσης,  και  με  πολλά  άλλα  εκφραστικά  μέσα (μεταφορές,  εντυπωσιακά  επίθετα,  αποστροφές)  εκφράζει  την  ειρωνική  στάση  του  ποιητή  απέναντι  στους  «μοιραίους».  Σε  α’ πληθυντικό  πρόσωπο  ο  ποιητής  επανέρχεται  για  να  επιβεβαιώσει  τόσο  τη  συμμετοχή  του  στη  δραματική  ζωή  των  πρωταγωνιστών  όσο  και  τη  φυσική  ένταξή  του  στο  κοινωνικό  χώρο  τους.  Ο  ενεστωτικός  χρόνος  δηλώνει  με  σαφήνεια  ότι  η  απελπισμένη  αυτή  κατάσταση  ήταν  και  θα  είναι  μόνιμη.    Η  δ’ ενότητα  μέσα  από  το  ρεαλισμό  που  προκύπτει  από  την  παράθεση  ζωντανών  παραδειγμάτων  περιθωριοποιημένης  ζωής  των  «μοιραίων»  με  κλιμακούμενο  βαθμό  δυστυχίας  κάνει  εμφανή  τα  σημεία  όχι  μόνο  σωματικής  αλλά  και  ψυχικής  και  κοινωνικής  δυσλειτουργίας.  Σε  αυτό  βοηθά  η  ανιούσα  κλιμάκωση  των  νοημάτων,  η  κατιούσα  κλιμάκωση   του  αριθμού   των  στίχων,  η  πυκνότητα  λόγου  στους  τελευταίους  στίχους  και  το  χιαστό  σχήμα,  που  εγκλωβίζει  τα  πρόσωπα  σε  κοινωνικές  συνθήκες.  Στην   ε’  ενότητα   με  θεατρικό  και  άμεσο  τρόπο  οι  ίδιοι  οι  «μοιραίοι»  μέσα  από  έναν  υποτυπώδη  διάλογο  αναζητούν  τα  αίτια  της  εξαθλιωμένης  ζωής  τους.  Οι  απόψεις  τους  κάνουν  φανερή  την  άγνοια  των  πραγματικών    αιτίων  και  την  επιλογή  της  εύκολης  λύσης : της  μετάθεσης  ευθυνών.  Οι   επαναλήψεις  του  ρήματος («φταίει»)  τα  ρητορικά  ερωτήματα («Ποιος  φταίει ;»),  η  διαπίστωση  («Κανένα  στόμα  δεν  το ’βρε  και  δεν  το ’πε  ακόμα»)  ουσιαστικά  αποκαλύπτουν  την  πραγματική  αιτία  του  κακού  ριζικού  και  δικαιολογούν  την  ειρωνική  διάθεση  του  ποιητή.  Στην  τελευταία  ενότητα   απεικονίζονται  τα  επακόλουθα  της  νοοτροπίας  των  «μοιραίων» :  το  σκοτεινό  μέλλον  (σκότεινη  ταβέρνα) και  η  μονιμότητα  της  εξαθλίωσης (πάντα),  η  αδράνεια  και  η  μοιρολατρία,  η  στυγνή  εκμετάλλευσή  τους  από  τους  ισχυρούς.  Διαγράφεται,  όμως,  καυστική  η  στάση   
ΤΕΧΝΙΚΗ : Αφήγηση  και  Διάλογος (δίνει  το  λόγο  στους  πρωταγωνιστές  στην  δ’ στροφή).               Ο  αφηγητής  είναι  άλλοτε  ετεροδιηγητικός (γ’ πρόσωπο)  και  άλλοτε  ομοδιηγητικός (α’ πρόσωπο).  Άρα  μεταβάλλεται  και  η  οπτική  γωνία  της  αφήγησης (αφήγηση  με  εσωτερική  ή  με  μηδενική  εστίαση).
ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΑ : Το  ποίημα  έχει  6  εξάστιχες  στροφές.  Σε  κάθε  στροφή  ο  α’,γ’,ε’ και  στ’ στίχος  είναι  ιαμβικοί  εννεασύλλαβοι  ενώ  ο  β’ και δ’  είναι  ιαμβικοί  οκτασύλλαβοι.                               Η  ομοιοκαταληξία  έχει  τη  μορφή : αβαβγγ.
ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ  ΜΕΣΑ : Αφθονούν  οι  εικόνες,  αρκετές  είναι  οι  παρομοιώσεις  και  οι  μεταφορές,  εντυπωσιάζει  το  χιαστό  σχήμα  και  η  επαναφορά.
ΓΛΩΣΣΑ : Δημοτική  και  ιδίως  το  λαϊκό  ιδίωμα.
ΎΦΟΣ : Λιτό (πυκνός  λόγος)  και  παραστατικό (δυνατές  εικόνες).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου