Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013


ΣΤΡΑΤΗΣ  ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ   ( ή  Σταματόπουλος  1892 – 1969 )                                                                
Γεννήθηκε  στη  Συκαμιά  της  Λέσβου.  Εγκαταστάθηκε  στην  Αθήνα (1912)  και  εργάστηκε  ως  συντάκτης  σε  αθηναϊκά  φύλλα  ενώ  παρακολουθούσε  μαθήματα  στο  πανεπιστήμιο.  Πήρε  μέρος  ως  εθελοντής  στους  Βαλκανικούς  πολέμους,  στον  Α’ Παγκόσμιο  πόλεμο  και  στη  Μικρασιατική  εκστρατεία.  Επέστρεψε  στο  νησί  του  αλλά  το  1932  ξαναγύρισε  στην  Αθήνα.  Συνεργάστηκε  με  διάφορες  εφημερίδες  και  περιοδικά  ενώ  από  το  1938  έως  το  1955  εργάστηκε  στη  βιβλιοθήκη  της  Βουλής  των  Ελλήνων.  Τιμήθηκε  με  το  Κρατικό  Βραβείο  πεζογραφίας  (1940)   για  το  Γαλάζιο  βιβλίο  και  εκλέχθηκε  μέλος  της  Ακαδημίας  Αθηνών  (1958)  
Ανήκει  γραμματολογικά  στη  γενιά  του  ’30. Το  έργο  του  διακρίνεται  σε  τρεις  φάσεις.                                     Στην  πρώτη  φάση  (1915 – 1932)  συνεπαρμένος  από  ανθρωπιστικά,  επαναστατικά  και  αντιπολεμικά  ιδεώδη  εκφράζει  στο  έργο  του  το  αντιμιλιταριστικό  πνεύμα  του  με  λυρική  και  κριτική  διάθεση  ( Κόκκινες  ιστορίες,  Η  ζωή  εν  τάφω,  Διηγήματα,  Η  δασκάλα  με  τα  χρυσά  μάτια ).                                                                                                                                 Στη  δεύτερη  φάση  (1933 – 1949)  στρέφεται  στο  παιδικό  παρελθόν  του  και  στις  ρίζες  της  εθνικής  παράδοσης  ( Ο  Βασίλης  ο  Αρβανίτης,  Τα  παγανά,  Ο  Παν,  Η  Παναγιά  η  Γοργόνα,  Το  πράσινο  βιβλίο,  Το  γαλάζιο  βιβλίο ).                                                                                    Στην  τρίτη  φάση  τα  θέματα  και  ο  αφηγηματικός  τρόπος  παραμένει  ο  ίδιος ( Το  κόκκινο  βιβλίο,  Το  βυσσινί  βιβλίο ).
Τα  βασικά  χαρακτηριστικά  της  γραφής  του  είναι  η  αρμονική  συνύπαρξη  μεταξύ  του  λυρισμού  και  του  ρεαλισμού.  Θεωρείται  δεξιοτέχνης  της  περιγραφής  με  κύρια  γνωρίσματα  γραφής  τη  λυρική  διάθεση,  την  ηθογραφική  ικανότητα  και  τον  γλωσσικό  πλούτο.  Τα  θέματά  του  είναι  εμπνευσμένα  από  τα  πεδία  των  μαχών,  την  ελληνική  φύση ( έντονη  φυσιολατρική  διάθεση ),  τη  γυναίκα ( ρομαντικό  πάθος ),  τη  ζωή,  το  θάνατο,  την  ανθρωπιά  και  την  ελπίδα.  Το  μήνυμα  του  έργου  του  είναι  ο  αποτροπιασμός  για  την  κτηνωδία  του  πολέμου.  Οι  χαρακτήρες  που  χρησιμοποιεί  είναι  ανθρώπινοι  και  αντιηρωικοί.  Ο  λόγος  του  είναι  γρήγορος  και  μερικές  φορές  πυρετώδης,  χωρίς  να  χάνει  τη  ζεστασιά  και  τη  ζωντάνια  της  προφορικής  ομιλίας.
Η  ΖΩΗ  ΕΝ  ΤΑΦΩ                                                                                                                                              
Δημοσιεύτηκε  αρχικά  το  1924  σε  τοπική  εφημερίδα  της  Λέσβου  και επίσημα  το  1931.  Αποτυπώνει  τα  προσωπικά  βιώματα  του  συγγραφέα  από  τον  Α’ Παγκόσμιο  πόλεμο (1914 – 1918)  και  για  το  λόγο  αυτό  ονομάζεται  το  «βιβλίο  των  χαρακωμάτων».   Ο  τίτλος  του  βιβλίου  αποτυπώνει  εκφραστικά  τη  φρικτή  εμπειρία  του  πολέμου.   Στοχεύει  σε  ένα  αντιπολεμικό  ρεπορτάζ.   Ο  Μυριβήλης  χρησιμοποιεί  απλά  μέσα  και  την  αυτοβιογραφούμενη  διήγηση  για  να  καταγράψει  τις  εντυπώσεις  ενός    προσώπου ,  του  λοχία  Αντώνη  Κωστούλα,  από  το  μακεδονικό  μέτωπο  με  τη  μορφή  επιστολών  προς  κάποια  γυναίκα.  Χρησιμοποιεί,  όμως,  και  το  τέχνασμα  της  πλαστοπροσωπίας,  αφού  ο  λοχίας  δεν  είναι  άλλος  από  τον  ίδιο  τον  συγγραφέα.  Οι  επιστολές  αυτές   εκδόθηκαν  από  τον  Μυριβήλη  και  αποτέλεσαν  τη  μυθιστορηματική  ύλη  για  το  έργο  του.  Σε  αυτό  κυριαρχούν  τα  δύο  βασικά  ένστικτα  του  ανθρώπου : ο  έρωτας  και  ο  θάνατος  που  συγκρούονται  παίρνοντας  τη  μορφή :  πόλεμος – ειρήνη,  μίσος – αγάπη,  ασχήμια – ομορφιά.
Η  ΜΥΣΤΙΚΗ  ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ ( απόσπασμα )
Ο  χώρος  οριοθετείται  με  κινηματογραφική  λεπτομέρεια,  φωτίζεται   μέσα  από  την  κίνηση  του  λοχία.
Ο  χρόνος  περιγράφεται  με  ακρίβεια   μέσα  στα  πλαίσια  του  Α’ Παγκοσμίου  πολέμου.
Ο  αφηγηματικός  χρόνος  είναι  ο  ενεστώτας ( αν  και  τα  γεγονότα  της  αφήγησης  τοποθετούνται  στο  παρελθόν )  με  στόχο  τη  συναισθηματική   αμεσότητα,  τη  ζωντάνια,  την  παραστατικότητα.
Τα  πρόσωπα  είναι  περιορισμένα : ο  λοχίας,  που  αφηγείται  σε  πρωτοπρόσωπη  αφήγηση,  και  η  σιωπηλή  παρουσία  των  εχθρών  και  των  άλλων  στρατιωτών  του  λόχου.
Η  δομή :  α’ ενότητα («Το  πόδι  απόψε…τσιριξιά  χαράς») = σκέψεις  και  συναισθήματα                                  του  λοχία  μέσα  στο  χαράκωμα,                                                                                                                                    β’ ενότητα («Ήταν  ένα  λουλούδι  εκεί…και  να ’σαι  βλογημένη») = η                                                 αποκάλυψη  της  παπαρούνας,                                                                                                                                        γ’ ενότητα («Γύρισα  γρήγορα…Φεγγαράκι  μου  λαμπρό») = η  ψυχική  ανάταση                             του  λοχία.
Στην  α’ ενότητα  κυριαρχεί  το  α’ ενικό  πρόσωπο,  που  βεβαιώνει  τη  βελτίωση  της  υγείας  του  λοχία,  την  επιθυμία  να  κινηθεί  και  να  επικοινωνήσει  αλλά  και  την  επικρατούσα  σιωπή  και  μοναξιά.  Το  θεμελιώδες  γνώρισμα  του  ανθρώπου,  η  συλλογικότητα,  συντρίβει  κάθε  συμφέρον  ή  ιδεολογία  που  διαχωρίζει  και  γεννά  συγκρούσεις  και  τελικά  οδηγεί  στο  πανανθρώπινο  αίτημα  της  ειρηνικής  συνύπαρξης.               Με  ωμό  ρεαλισμό,  χωρίς  ωραιοποίηση   ο  συγγραφέας  περιγράφει  έντεχνα  τον  τόπο  του  μαρτυρίου,  το  κολαστήριο  του  πολέμου  και  με  δεξιοτεχνία  το  αντιπαραθέτει  στην  ομορφιά  της  κρυμμένης  ζωής,   της  φύσης.                                                                                                     Στη  β’ ενότητα  κυριαρχεί  ο  λυρισμός  για  να  φανερώσει  το  θαύμα  της  ζωής,  που  αποκαλύπτεται  μέσα  από  την  παρουσία  της  παπαρούνας  και  ενεργοποιεί  τα  συναισθήματα  και  την  ψυχική  δύναμη  του  ανθρώπου.  Η  λεπτομερής  περιγραφή,  η  αίσθηση  και  το  άγγιγμα  της  μυστικής  παπαρούνας  συμβολικά  περιγράφει  και  κλιμακώνει  τον  εξαγνισμό  του  ανθρώπου  που  γνώρισε  την  ασχήμια  και  τη  σκληρότητα  του  χαρακώματος.  Οδηγεί  χωρίς  αμφιβολία  στην  ομορφιά,  στον  ερωτισμό,  στη  ζωή,  στον  ίδιο  το  Θεό.                                                                                                            Στην  γ’ ενότητα  ο  ήρωας  κορυφώνει  τη  συναισθηματική  του  έκρηξη,  δημιουργεί  γιορτινή  ατμόσφαιρα  και   επαναφέρει   την  παιδική  αθωότητα ( αγνότητα,  τρυφερότητα,  ανιδιοτελή  αγάπη )   ως  αξία  με  την  οποία  κερδίζεται  η  ειρήνη.  Κλείνει  έτσι  κυκλικά  το  απόσπασμα  με  την  αναφορά  στο  «φεγγαράκι»  των  παιδικών  του  χρόνων.
Ο  ήρωας  γίνεται  οικείος  α)  ως  προς  τη  φυσική  του  κατάσταση (πόνος  ποδιού),                   β)  ως  προς  την  ψυχολογική  του  κατάσταση ( πριν  την  αποκάλυψη =αισθάνεται  μοναξιά  και  επιθυμία  να  επικοινωνήσει – μετά  την  αποκάλυψη = αισθάνεται  συγκίνηση,  χαρά,  ελπίδα,  ευτυχία,  ερωτική  έλξη  και  διάθεση  να  προστατεύσει,  δηλαδή  βιώνει  μία  πρωτόγνωρη  έξαρση  συναισθημάτων),  γ)  ως  προς  το  χαρακτήρα  του ( ευαίσθητος  και  τρυφερός ).
Η  τεχνική  είναι  ποικίλη.  Χρησιμοποιεί : α) τη  βασική  αντίθεση  μεταξύ  ζωής  και  θανάτου  και  άλλες  παραπλήσιες,  όπως  φως  και  σκοτάδι,  φθορά  και  ακμή,  ασχήμια  και  ομορφιά,  β)  πλοκή ( κίνητρο  δράσης,  περιπέτεια,  κορύφωση,  λύση ),                           γ)  το  συμβολισμό  της  παπαρούνας ( = ζωή,  ελπίδα )  και  το  μήνυμα  που  μεταδίδει ( ειρηνικό,  αντιπολεμικό,  βαθιά  ανθρωπιστικό ),  δ)  την  εσωτερική  δράση ( συναισθηματική  κατάσταση  και  προσωπική  εξομολόγηση ),  ε)  εναλλαγή  ρεαλιστικής  ,  νατουραλιστικής ( ωμά  ρεαλιστικής ) και  λυρικής ( απόδοση  φυσιολατρικής  διάθεσης  και  λεπτομερής  περιγραφή  της  παπαρούνας : τριχρωμία  κόκκινου,  μαύρου  και  πράσινου )  αφήγησης.
  Η  γλώσσα  είναι  καθαρή  δημοτική,  πλούσια,  λυρική,  χειμαρρώδης  και  συνδυάζεται  με  λόγο  σύντομο  και  κοφτό.  Έτσι,  η  γλώσσα  χαρακτηρίζεται  εκφραστική,  παραστατική,  ζωντανή,  δραματική  και  διακρίνεται  για  τη  «ρεαλιστική  ωραιολατρία»( συνδυασμός  ρεαλισμού  και  λυρισμού ).
Το  ύφος  είναι  γλαφυρό,  τρυφερό,  γοητευτικό,  συγκινητικό,  ώστε  χαμηλόφωνα  και  κουβεντιαστά  να  φορτίζει  συναισθηματικά.
Τα  εκφραστικά  μέσα  είναι  πλούσια ( κυρίως  παρομοιώσεις,  μεταφορές,  εικόνες ).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου