Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013


ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΒΙΖΥΗΝΟΣ                                                                                                                                                                           
Γεννήθηκε  στη  Βιζύη  της  ανατολικής  Θράκης   το  1849.  Στις  πρώτες  του  σπουδές  γνώρισε  τον  τυφλό  Φαναριώτη  ποιητή,  Ηλία  Τανταλίδη,  που  έδωσε  ώθηση  στην  ποιητική  του  εξέλιξη  και  αργότερα    τον  πάμπλουτο  Έλληνα  Γεώργιο  Ζαρίφη,  που  του  παρείχε  τα  οικονομικά  μέσα  για  να  σπουδάσει  στην  Αθήνα ( Φιλοσοφική  σχολή ),  στο  Γκέτιγκεν  της  Γερμανίας ( Φιλοσοφία ),  στη  Λιψία ( Ιστορία  της  Φιλοσοφίας,  Αισθητική,  Ψυχολογία ),  στο  Παρίσι  και  στο  Λονδίνο,  όπου   άρχισε  να  γράφει  τα  διηγήματά  του.                                                                                                                                                    Όμως,  οι  φιλολογικοί  κύκλοι   της  Αθήνας  τον  περιφρονούσαν ( ίσως  και  λόγω  του  παράξενου  παρουσιαστικού  του ).  Το  1890  άρχισαν  τα  συμπτώματα  μιας  ασθένειας  των  νεύρων,  που  σε  συνδυασμό  με  τον  σφοδρό  έρωτά  του  με  ένα  δεκατετράχρονο  κορίτσι,  τον  οδήγησε  στο  Δρομοκαίτειο  Ψυχιατρείο.  Πέθανε  το  1896  από  «προϊούσα  γενική  παράλυση».                                                                                                                                                                   Έχει  πλούσιο  ποιητικό ( λυρικά  και  επικολυρικά  ποιήματα – βαλλίσματα ή  μπαλάντες -  με  πρότυπο  τις  μπαλάντες  των  Γερμανών  ποιητών  Σίλλερ  και  Γκαίτε )  και  πεζογραφικό  έργο.  Καταξιώθηκε,  βέβαια,  από  τα  διηγήματά  του,  που  έχουν  αυτοβιογραφικό  υπόβαθρο.  Η  πλοκή  των  διηγημάτων  του  είναι  αινιγματική ( έχει  τη  μορφή  της  αναζήτησης  της  λύσης  ενός  «μυστηρίου»  που  προεξαγγέλλεται  ήδη  σ τον  τίτλο ).  Η  αφήγηση,  που  συχνά  δίνεται  από  την  οπτική  γωνία  ενός  παιδιού,  ωριμάζει  σταδιακά,  αφού  ο  αφηγητής  περνά  από  την  παιδικότητα  στην  ώριμη  ηλικία. Γι’ αυτό  τα  διηγήματα  του  Βιζυηνού  μοιάζουν  με  μυθιστορήματα.  Τα  θέματα  των  διηγημάτων  του  σχετίζονται  με  τις  αναμνήσεις  του  συγγραφέα  από  τα  παιδικά  του  χρόνια  στη  Θράκη,  όπου  συνυπάρχει  το  ελληνικό  και  το  τουρκικό  στοιχείο.  Η  γλώσσα  τους  είναι  η  απλή  καθαρεύουσα,  αλλά  στους  διαλόγους  είναι  η  δημοτική  και  το  θρακιώτικο  ιδίωμα.  Με  αφηγηματική  χάρη,  χαριτολόγα  διάθεση  και  ύφος  αλλού  πυκνό  αλλού  λιτό  διεισδύει  βαθιά  στην  ψυχή  των  ηρώων  και  διαμορφώνει  ζωντανούς  χαρακτήρες.  Οι  ήρωές  του  κινούνται  ανάμεσα  σε  δύο  πραγματικότητες,  αυτήν  που  ζουν  και  αυτήν  που  δεν  αντιλαμβάνονται,  ενώ  συχνά  διολισθαίνουν  στην  ψευδαίσθηση.                                                                       Η  προσφορά  του  Βιζυηνού  στο  νεοελληνικό  διήγημα  είναι  ότι  έδωσε  στην  ηθογραφία  του  19ου αιώνα  ψυχογραφική  διάσταση.  Αξιοποιώντας  τον πλούτο  των  φιλοσοφικών,  ψυχολογικών  και  παιδαγωγικών  του  γνώσεων  περιγράφει  με  εξαιρετική  ψυχογραφική  ικανότητα  τον  ψυχικό  κόσμο  των  ηρώων  του,  τις  εσωτερικές  τους  συγκρούσεις,  τις  δοκιμασίες  και  τους  προβληματισμούς  τους.
«ΜΟΣΚΩΒ – ΣΕΛΗΜ»                                                                                                                                Το  διήγημα  «Ο  Μοσκώβ – Σελήμ»  θεωρείται  το  αριστούργημα  του  Βιζυηνού.  Γράφτηκε  μετά  το  1886  και  δημοσιεύτηκε  στην  εφημερίδα  Εστία,  όταν  ο  ίδιος  νοσηλευόταν  στο  ψυχιατρείο.  Ο  συγγραφέας  απέφυγε  να  δημοσιεύσει  το  διήγημα  ίσως  επειδή  είχε  επιφυλάξεις  για  την  υποδοχή  του  από  το  ελληνικό  αναγνωστικό  κοινό,  αφού  ο  κεντρικός  ήρωας -  προς  τον  οποίο  ο  Βιζυηνός   εκφράζει  συμπάθεια -  είναι  ένας  Τούρκος.
                                                                                                                                                                          ΘΕΜΑ : Ο    Μοσκώβ – Σελήμ  και  οι  σημαντικότερες  πτυχές  της  ζωής  του  ( παιδική  ηλικία,  στρατιωτική  δράση,  θάνατος )  :  συμβολίζουν   το  τραγικό  στοιχείο  στην  καθημερινή  ζωή  του  ανθρώπου.
 ΤΙΤΛΟΣ :  Συνδέει  δύο  διαφορετικές  εθνικότητες,  τη  ρωσική  και  την  τουρκική.   
 ΧΩΡΟΣ :  Ανατολική  Θράκη ( κοντά  στην  πηγή  Καινάρτζα ),  όπου  βρίσκεται  το  σπίτι  του  Μοσκώβ – Σελήμ,  αλλά  και  το  πατρικό  σπίτι  του  Μοσκώβ – Σελήμ,  το  χαρέμι  ενός  μπέη,  και  τα  μέτωπα  της  στρατιωτικής  δράσης  του  βασικού  ήρωα.
 ΧΡΟΝΟΣ : Ο  χρόνος  της  ιστορίας – μύθου  εκτείνεται  σε  όλη  τη  διάρκεια  της  ζωής  του  Μοσκώβ – Σελήμ.  Ο  χρόνος  της  αφήγησης  καλύπτει  λίγες  μέρες : τη  μέρα  γνωριμίας  του  αφηγητή  με  τον  ήρωα,  το  επόμενο  πρωινό  και  τη  μέρα  του  θανάτου  του  Μοσκώβ – Σελήμ,  που  συντελείται  αργότερα.                                                                 
ΠΡΟΣΩΠΑ  :  Κύρια ( ο αφηγητής,  ο  Μοσκώβ – Σελήμ,  η  μητέρα  και  ο  πατέρας  του  Μοσκώβ – Σελήμ )  και  δευτερεύοντα ( ο  ντόπιος  συνοδός  του  αφηγητή,  ο  Χασάν, αδελφός  του  Μοσκώβ – Σελήμ,  ο  λιποτάκτης,  ο  Φράγκος  γιατρός,  ο  γιατρός  του  Μοσκώβ – Σελήμ ).
ΔΟΜΗ : α’ ενότητα : ( 1ο  κεφάλαιο, « Έχει  μανία  με  τους  Ρούσους» ) =                                                   η  γνωριμία  του  αφηγητή  με  το  Μοσκώβ – Σελήμ.                                                                       β’ ενότητα :  (2ο κεφάλαιο, «Να  τον  αγαπήσει  ο  πατέρας») =  α)   Ο  Μοσκώβ – Σελήμ  περιγράφει  τη  σχέση  του  με  τη  μητέρα  και  με  τον  πατέρα  του   και  β)  Ο  ήρωας  παρουσιάζει  τη  στρατιωτική  δράση  και  τον  τραυματισμό  του.                                                                               γ’ ενότητα  : (3ο κεφάλαιο, «Και  ο  Τούρκος  έμεινε  Τούρκος») = Ο  αφηγητής  περιγράφει  τις  τελευταίες  στιγμές  του  Μοσκώβ – Σελήμ.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ :  α) Ο  Μοσκώβ – Σελήμ  είναι  μελαγχολικός,  με  εύθραυστη  διανοητική  και  ψυχική  ισορροπία.  Η  συναισθηματική  του  διαταραχή  και  οι  εμμονές  που  έχει  σχετικά  με  τους  Ρώσους  οφείλονται  στην  κακή   σχέση  που  ανέπτυξε  με  τον  πατέρα  του ( λατρεία  προς  αυτόν  αλλά   σκληρή  απόρριψή  του  από  αυτόν )  και  στην  για  πολλά  χρόνια  «ταύτιση»  με  την  μητέρα  του ( υπερβολική  αγάπη  και  εξάρτηση  από  τα  συναισθήματά  της ).  Ο  διχασμός  της  προσωπικότητάς  του  εκφράζεται  με  το  διχασμό  στην  εθνική  του  ταυτότητα  και  αυτό  που  επιζητά  είναι  ανθρωπιά,  δικαιοσύνη  και  τρυφερότητα.  Γενικά , είναι  συμπαθής,  απλοϊκός,  αγαθός  και  αφελής,  γενναίος,  ανιδιοτελής,  καλοσυνάτος,  με  αυταπάρνηση  και  καρτερία.  β)  Ο  αφηγητής  διακρίνεται  για  την  οξύτητα  του  πνεύματός  του,  την  παρατηρητικότητα,  το  χιούμορ  και  την  ευστροφία  του.  Συμπεριφέρεται,  επίσης,  με  ευγένεια,  καλοσύνη  και  συμπάθεια  στον  παράξενο  αλλόθρησκο.
ΤΕΧΝΙΚΗ : Ηθογραφία  με  έντονα  κοινωνικά  και  ψυχογραφικά  στοιχεία.  Η  αναφορά  στο  βασικό  ήρωα  γίνεται  με  νατουραλιστικό  τρόπο ( παρατήρηση  και  καταγραφή ),  αληθοφάνεια,  λυρισμό  και  δραματικότητα.  Άλλο  στοιχείο  τεχνικής  είναι  η  ιστορική  και  ιδεολογική  πλάνη  του  συμπαθή  Τούρκου,  που  τον  συνοδεύει  μέχρι  τη  στιγμή  του  θανάτου  του.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΕΣ  ΤΕΧΝΙΚΕΣ : Ο  αφηγητής  είναι  δραματοποιημένος ( συμμετέχει  στην  ιστορία )  ως  αυτόπτης  μάρτυρας  και  ακροατής  της  ιστορίας  του  βασικού  ήρωα..  Είναι,  δηλαδή, αφηγητής – παρατηρητής. Αφηγείται  σε  α’ πρόσωπο (πρωτοπρόσωπη αφήγηση ).                          Η  εστίαση  είναι  εσωτερική ( ο  αφηγητής  γνωρίζει  μόνο  όσα  υποπίπτουν  στην  αντίληψή  του ).  Χρησιμοποιείται  ως  προλογιστής  και  επιλογιστής,  ενώ  παραχωρεί  το  λόγο  στο  βασικό  ήρωα,  που  αφηγείται  σε  α’ πρόσωπο  τα  βιώματά  του ( εγκιβωτισμένη  αφήγηση,  εναλλαγή  αφηγητών ).  Η  εστίαση  παραμένει  εσωτερική  ενώ  ο  αφηγητής  είναι  ομοδιηγητικός – αυτοδιηγητικός.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ  ΤΡΟΠΟΙ : Αφήγηση  με  παρεμβολή  της  περιγραφής ( του  κεντρικού  ήρωα )  και  σύντομοι  διάλογοι.
ΧΡΟΝΟΣ  ΑΦΗΓΗΣΗΣ : Ο  πρώτος  αφηγητής  αφηγείται  τα  γεγονότα  με  τη  φυσική  χρονική  σειρά,  ενώ  ο  δεύτερος  χρησιμοποιεί  την  αναδρομική  αφήγηση ( αναφέρεται  σε  γεγονότα  προγενέστερου  χρονικού  σημείου ).  Κυρίαρχος  χρόνος  είναι  ο  αόριστος.
ΒΙΩΜΑΤΙΚΑ  ΣΤΟΙΧΕΙΑ : Παρατηρούνται  κοινά  βιώματα  του  ήρωα  και  του  συγγραφέα ( στέρηση  του  πατέρα  και  της  αγάπης  του,  έλλειψη  κοριτσιού  στην  οικογένεια,  ξενιτιά,  συμβίωση  με  τους  Τούρκους  στην  Ανατολική  Θράκη ).
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ  ΠΛΑΙΣΙΟ : Οθωμανικός  τρόπος  ζωής,  ήθη,  έθιμα ( πατριαρχική  δομή  οικογένειας,  χαρέμι,  υποβαθμισμένη  ζωή  των  γυναικών  στο  χαρέμι,  πολυγαμία  των  μπέηδων,  διαφορετικοί  ρόλοι  ανδρών  και  γυναικών ),  παρακμιακό  κοινωνικό  πλαίσιο ( αναξιοκρατία,  τυφλή  υπακοή  στο  Σουλτάνο,  ρουσφέτια ).
ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ  ΜΕΣΑ : Λιγοστές  μεταφορές  και  παρομοιώσεις
ΓΛΩΣΣΑ : Όταν  αφηγητής  είναι  ο  Μοσκώβ – Σελήμ  η  γλώσσα  είναι  απλή  δημοτική  με  στοιχεία  προφορικού  λόγου,  ενώ  όταν  αφηγητής  είναι  ο  αρχικός  (αφηγητής)  η  γλώσσα  είναι  λόγια  και  επιτηδευμένη.
ΥΦΟΣ : Άμεσο,  ζωντανό,  φυσικό  και  ευχάριστο.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ   ΘΕΟΤΟΚΗΣ  (1872 – 1923 )
Πεζογράφος  και  μεταφραστής.  Κατάγονταν  από  αρχοντική  και  καλλιεργημένη  οικογένεια  της  Κέρκυρας.  Η  μόρφωσή  του  ήταν  φροντισμένη ( Κέρκυρα : Εκπαιδευτήριο  Καποδίστριας,  Παρίσι : Φυσικομαθηματική  Σχολή,  Γερμανία : Φιλοσοφία,  πολλές  ξένες  γλώσσες – αρχαίες  και  σύγχρονες – που  του  επέτρεπαν  να  μελετά  ξένη  λογοτεχνία  από  το  πρωτότυπο ).   Αγωνιζόταν  για  την  επικράτηση  της  δημοτικής.  Η  αγάπη  του  για  την  πατρίδα  τον  οδήγησε  ως  εθελοντή  στην  Κρητική  Επανάσταση ( 1896 )  και  στον  πόλεμο  του  1897.  Ασπάστηκε   και  διάδωσε  τις  ιδέες  του  σοσιαλισμού – ύστερα  από  τη  γνωριμία  του  με  τον  Κ. Χατζόπουλο -  ενώ αργότερα   διαπνεόταν  από  το  πνεύμα  του  κόμματος  των  Φιλελευθέρων ( του  Ελ.  Βενιζέλου ).                                                                                                                                                                                                                                            Το  έργο  του – λογοτεχνικό  και  μεταφραστικό – θεωρείται   ιδιαίτερα  σημαντικό   στην  ελληνική  λογοτεχνία.  Επηρεασμένος  από  τον  Νίτσε  και  το  γερμανικό  ιδεαλισμό  και  υπέρμαχος  των  σοσιαλιστικών  ιδεών,  κατόρθωσε  να  ανανεώσει  την  ηθογραφική  πεζογραφία  εισάγοντας  στο  πεζογραφικό  του  έργο  τον  κοινωνικό  προβληματισμό  και  τη  ρεαλιστική  γραφή ( κοινωνιστική  πεζογραφία ).  Ο  Θεοτόκης  κατέγραψε  με  ρεαλισμό  και  ψυχογραφική  δύναμη  τα  ήθη  και  τις  ανθρώπινες  σχέσεις  της  αποκεντρωμένης  κοινωνίας ( Κέρκυρας  των  αρχών  του  20ου  αιώνα ),  τις  κοινωνικές  ανισότητες,  τη  διαβρωτική  δύναμη  του  χρήματος.  Ο  λόγος  του  είναι  ιδιαίτερα  γοητευτικός ( ως ένθερμος  δημοτικιστής   γράφει  σε  μια  πλούσια  και  δυναμική  δημοτική  γλώσσα,  εμπλουτισμένη  με  κερκυραϊκούς  ιδιωματισμούς ).                                                                                             Διηγήματα : Κορφιάτικες  ιστορίες                                                                                                                                          Εκτεταμένα  αφηγήματα : Η  τιμή  και  το  χρήμα,  Κατάδικος,  Η  ζωή  και  ο  θάνατος  του  Καραβέλα                                                                                                                                                                       Μυθιστόρημα : Οι  σκλάβοι  στα  δεσμά  τους                                                                                                                         Μεταφράσεις : Πλάτωνα,  Αριστοτέλη,  Πινδάρου,  Ορατίου,  Βιργιλίου,  αρχαίας  ινδικής  λογοτεχνίας ( αρχαίοι  Έλληνες  και  Λατίνοι  συγγραφείς )  και  Πετράρχη,  Τάσσο,  Σαίξπηρ,  Γκαίτε (ευρωπαίοι  λογοτέχνες )

Η  ΤΙΜΗ  ΚΑΙ  ΤΟ  ΧΡΗΜΑ
Εκτενές  αφηγηματικό  έργο  που  γράφτηκε  πριν  τους  Βαλκανικούς  πολέμους ( 1912 – 1913 ).  Εκφράζει  τις  σοσιαλιστικές  ιδέες  στις  οποίες  είχε  μυηθεί  κατά  τη  διετή  παραμονή  του  στη  Γερμανία (1907 – 1909 ).  Το  διήγημα / νουβέλα   είναι  ηθογραφικό  και  κοινωνικό / δραματικό.  Παρουσιάζει  τις  τραγικές  συγκρούσεις  στις  οποίες  οδηγεί  τους  ανθρώπους  το  χρήμα.
Χώρος : ένα  παραλιακό  προάστιο  της  Κέρκυρας,  το  Μαντούκι.  Συγκεκριμένα,  το  σπίτι  της  σιόρας  Επιστήμης ( εξαίρεση  : στο  2ο  απόσπασμα  είναι  η  ταβέρνα  του  Τραγούδη ).     Αναφέρεται, επίσης,  η  πλατεία  του  προαστίου  και  το  σπίτι  του  Ανδρέα.    
Χρόνος   Ιστορικός : αρχές  του  20ου  αιώνα                                                                                                                    Χρόνος   Αφήγησης : εξελικτικά  από  τις  αρχές  καλοκαιριού  ως  το  χειμώνα
Πρόσωπα : η  σιόρα  Επιστήμη,  η  Ρήνη,  ο  Ανδρέας,  ο  Τρίνκουλος,  ο  Σπύρος ( θείος  Ανδρέα )
Ενότητα   1η : ( Σαν  καλή  νοικοκυρά…δεν  είχε  ζεστάνει ).  Σκιαγραφούνται  εξωτερικά  και  εσωτερικά  τα  τέσσερα  κύρια  πρόσωπα,  οι  μεταξύ  τους  σχέσεις  και  η  κοινωνική  προέλευσή  τους.  Γίνεται  αναφορά  στο  ιστορικό  σκηνικό,  στα  κοινωνικά  ήθη  και  στη  γυναικεία  ψυχολογία.                                                                                                                                             Ενότητα  2η : (Και  εδώ  να  τόνε  ψηφίσουμε…και  με  τον  ταμπουρά  μου ).  Ο  Ανδρέας  εκμυστηρεύεται  στο  θείο  του  τον  έρωτά  του  για  τη  Ρήνη . Γίνεται  αναφορά  στο  πολιτικό  κλίμα  της  εποχής ( κομματική  διαφθορά ,  υποτέλεια  στους  Ευρωπαίους )  και  στις   διαφορετικές  αντιλήψεις   για  το  χρήμα ( Ανδρέας – θείος ).                                                               Ενότητα  3η : (Αντρέα…βιαστικά  το  κατώφλι ).  Η   συναλλαγή    της  Επιστήμης  και  του Αντρέα  για  την  προίκα  της  Ρήνης ( σύγκρουση  των  δύο  αξιών : της  τιμής  και  του  χρήματος ) .  Ζωντανή   και  πειστική  σκιαγράφηση  των  χαρακτήρων,  προβολή  των  συναισθηματικών  τους  διακυμάνσεων  και  του  δραματικού  τόνου  του  έργου.                          Ενότητα  4η : (Εκείνη  εκοίταξε   Κι  εβγήκε  στο  δρόμο ). Η  άρνηση  της  Ρήνης  να  παντρευτεί  τον  Αντρέα.  Ώριμη,  ελεύθερη   από  προκαταλήψεις  συνειδητοποιεί  πως  το  χρήμα  δεν  μπορεί  να  εξαγοράσει  την  αγάπη  και  την  ευτυχία.
Τεχνική : Η  νουβέλα  κινείται  στα  πλαίσια  της  ηθογραφίας  και  παράλληλα  καταγράφει  τους  κοινωνικούς  προβληματισμούς  και  τις  σοσιαλιστικές  ιδέες  του  συγγραφέαΕντάσσεται  στην  κοινωνική  πεζογραφία ( παρουσιάζει  κοινωνικές  ανισότητες  και  προκαταλήψεις )  και  με  νατουραλιστικό  τρόπο  απεικονίζει  τις  εξωτερικές  δυνάμεις  - φυσικές  και  κοινωνικές -  να  προκαθορίζουν  την  ηθική  συμπεριφορά  των  προσώπων  και  να  περιορίζουν  την  ελευθερία  τους.
Τίτλος : ευρηματικός,  αφού  παρουσιάζει  τους  δύο  σημαντικούς  άξονες   του  έργου  και  ταυτόχρονα  προβάλλει  τη  διπλή  σημασία  της  λέξης  « τιμή » ( χρήμα  και  αξιοπρέπεια )  
Αφηγητής : ετεροδιηγητικός ( δε  συμμετέχει  στην  ιστορία )  με  μηδενική  εστίαση /χωρίς  εστίαση (δεν  εστιάζει  σε  συγκεκριμένο  πρόσωπο )- παντογνώστης.  Αφηγείται  σε  γ’ πρόσωπο
Αφηγηματικοί  τρόποι : Διήγηση / Αφήγηση,  Διάλογος,  Εσωτερικός  μονόλογος
Χρόνος  Αφήγησης : Αόριστος  με  σαφείς  χρονικούς  προσδιορισμούς.  Η  αφήγηση  ακολουθεί  τη  φυσική  χρονολογική  σειρά  των  γεγονότων.
Γλώσσα : απλή  δημοτική  με  κερκυραϊκούς  ιδιωματισμούς  στους  διαλόγους
Ύφος : φυσικό,  γοητευτικό  και  σε  πολλά  σημεία  δραματικό   


ΚΩΣΤΑΣ  ΒΑΡΝΑΛΗΣ  (1884 – 1974)
                Τα  βιώματά  του  προέρχονται  από  την  ιδιαίτερη  πατρίδα  του,  τον  Πύργο  της  Βουλγαρίας,  τη  Φιλιππούπολη,  όπου  φοίτησε  σε  γυμνάσιο,  την  Αθήνα,  όπου  φοίτησε  στη  Φιλοσοφική  Σχολή,  την  ελληνική  επαρχία  και  τον  Πειραιά,  όπου  εργάστηκε  ως  καθηγητής  αλλά  και  το  Παρίσι,  όπου  παρακολούθησε  μαθήματα  φιλολογίας,  φιλοσοφίας  και  κοινωνιολογίας.  Εκεί  γνώρισε  και  ασπάστηκε  το  μαρξισμό.  Όταν  επέστρεψε  στην  Αθήνα,  διορίστηκε  καθηγητής  στην  Παιδαγωγική  Ακαδημία  αλλά  πολύ  σύντομα  απολύθηκε  λόγω  της  ιδεολογίας  του.  Εργάστηκε  ως  μεταφραστής  και  δημοσιογράφος.  Βραβεύτηκε  με  το  βραβείο  Λένιν (1959).                                                                                                     Το  έργο  του  είναι  ποικίλο : ποίηση,  πεζογραφία,  θέατρο,  μελέτες,  μεταφράσεις.                    Διακρίθηκε,  βέβαια,  για  την  ποίησή  του,  η  οποία  συνδυάζει  παραδοσιακούς  εκφραστικούς  τρόπους  και  ανάδειξη  του  λαού  και  των  προβλημάτων  του.                                                      Στην  α’ περίοδο  του  έργου  του (1904 – 1919)  επηρεάστηκε  από  το  γαλλικό  παρνασσισμό (στροφή  στην  κλασική  αρχαιότητα  και  τον  αισθητισμό).   Αλλά  πέρα  από  την  επίμονη  επεξεργασία  της  μορφής  διακρίνεται  στο  έργο  του  η  διονυσιακή  αντίληψη  των  πραγμάτων  και  ο  πρωτογενής  λυρισμός.  Στην  β’ περίοδο  του  έργου  του  είναι  εμφανής  η  σατιρική  διάθεση,  ο  αντιρομαντισμός,  η  ιδεολογική  στράτευση  και  ο  ενστερνισμός  της  επικούρειας  βιοθεωρίας.
ΟΙ  ΜΟΙΡΑΙΟΙ (1922)
Το  ποίημα  πρωτοδημοσιεύτηκε  την  ίδια  χρονιά  με  τη  συλλογή  «Το  Φως  που  καίει»,  όταν  δηλαδή  ο  ποιητής  έκανε  φανερή  τη  στράτευσή  του  στο  μαρξισμό.
ΔΟΜΗ : 1η ενότητα (α’ στροφή) : Οι  θαμώνες  της  υπόγειας  ταβέρνας.                                                                              2η ενότητα (β’ στροφή)  :  Η  συμπεριφορά  των  θαμώνων.                                                                                3η ενότητα (γ’ στροφή)  :  Η  θλιβερή  ζωή  των  θαμώνων.                                                                     4η ενότητα (δ’ στροφή)  :  Παραδείγματα  από  την  άθλια  ζωή  τους.                                                            5η ενότητα (ε’ στροφή)  :  Αιτιολόγηση  της  αθλιότητας  από  τους  «μοιραίους».                                             6η ενότητα (στ’ στροφή) :  Πραγματική  αιτία  της  θλιβερής  ζωής  τους.
ΤΙΤΛΟΣ : Αναφέρεται  στους  φτωχούς  και  δυστυχισμένους,  στους  άθλιους,  στους  ανίκανους  να  αντιληφθούν  τις  αιτίες  που  τους  οδήγησαν  στο  κοινωνικό  περιθώριο,  σε  όσους  παθητικά  και  μοιρολατρικά  αποδέχονται  την  κατάστασή  τους  και  δεν  αντιδρούν.
Στην  α’ ενότητα  ο  ποιητής  εισάγει :  α)  στον  αφηγηματικό  χώρο,  β)  στον  αφηγηματικό    χρόνο,   γ)  στο  μέσο  διαφυγής  από  την  πραγματικότητα,  δ)  στο  σκοπό  συνάθροισης  των  πρωταγωνιστών,  ε)  στη  βιοθεωρία  τους,  στη  νοοτροπία  τους.  Ορισμένα  από  τα  παραπάνω  έχουν  συμβολικές,  γενικευμένες  διαστάσεις.  Το  πρόσωπο  είναι  α’  πληθυντικό  με  στόχο  να  εντάξει  τον  εαυτό  του  στους  πρωταγωνιστές  και  η  γλώσσα  είναι  αψεγάδιαστα  λαϊκή  ώστε  να  ενταχθεί  στον  κύκλο  των  «μοιραίων»  άμεσα  και  αυτοβούλως   και   ο  αναγνώστης  ταυτιζόμενος  συναισθηματικά  μαζί  τους.                                       Στη  β’ ενότητα  ο  ποιητής  επικεντρώνεται   στους   πρωταγωνιστές  και  σε  γ’ ενικό  πρόσωπο  τους  σχολιάζει,  τους  κρίνει,  τους  επικρίνει  ως  αντικειμενικός  παρατηρητής.  Αν  και  συμμετέχει  συναισθηματικά  στον  πόνο  και  στα  προβλήματά  τους   ως  τρίτο  πρόσωπο  πλέον  βλέπει  σχολαστικά  και  εξεταστικά  τις  λεπτομέρειες  της  ζωής  τους.   Αυτές  οι   λεπτομέρειες  υποδηλώνουν   τα  βιώματα,  τις  ανάγκες  και  τα  συναισθήματά  τους,  τα  οποία  παρουσιάζονται   γενικευμένα  και  διαχρονικά,  ως  αποφθεύγματα.           Εντύπωση  προκαλούν  χαρακτηριστικές  λέξεις (σφιγγόταν,  εφτυούσε,  βάσανο),  το  θαυμαστικό,  η  μεταφορά (άσπρη  ημέρα)  και  ο  χρόνος  των  ρημάτων  (ενεστώτας)  που  τονίζει  τη  διάρκεια  και  άρα  το  μέγεθος  της  δυστυχίας  τους.  Η   γ’ ενότητα  αναδεικνύει  τον  εμπνευσμένο   λυρισμό  του  ποιητή,  που  μαζί  με  το  σχήμα  της  αντίθεσης,  της  κλιμάκωσης,  και  με  πολλά  άλλα  εκφραστικά  μέσα (μεταφορές,  εντυπωσιακά  επίθετα,  αποστροφές)  εκφράζει  την  ειρωνική  στάση  του  ποιητή  απέναντι  στους  «μοιραίους».  Σε  α’ πληθυντικό  πρόσωπο  ο  ποιητής  επανέρχεται  για  να  επιβεβαιώσει  τόσο  τη  συμμετοχή  του  στη  δραματική  ζωή  των  πρωταγωνιστών  όσο  και  τη  φυσική  ένταξή  του  στο  κοινωνικό  χώρο  τους.  Ο  ενεστωτικός  χρόνος  δηλώνει  με  σαφήνεια  ότι  η  απελπισμένη  αυτή  κατάσταση  ήταν  και  θα  είναι  μόνιμη.    Η  δ’ ενότητα  μέσα  από  το  ρεαλισμό  που  προκύπτει  από  την  παράθεση  ζωντανών  παραδειγμάτων  περιθωριοποιημένης  ζωής  των  «μοιραίων»  με  κλιμακούμενο  βαθμό  δυστυχίας  κάνει  εμφανή  τα  σημεία  όχι  μόνο  σωματικής  αλλά  και  ψυχικής  και  κοινωνικής  δυσλειτουργίας.  Σε  αυτό  βοηθά  η  ανιούσα  κλιμάκωση  των  νοημάτων,  η  κατιούσα  κλιμάκωση   του  αριθμού   των  στίχων,  η  πυκνότητα  λόγου  στους  τελευταίους  στίχους  και  το  χιαστό  σχήμα,  που  εγκλωβίζει  τα  πρόσωπα  σε  κοινωνικές  συνθήκες.  Στην   ε’  ενότητα   με  θεατρικό  και  άμεσο  τρόπο  οι  ίδιοι  οι  «μοιραίοι»  μέσα  από  έναν  υποτυπώδη  διάλογο  αναζητούν  τα  αίτια  της  εξαθλιωμένης  ζωής  τους.  Οι  απόψεις  τους  κάνουν  φανερή  την  άγνοια  των  πραγματικών    αιτίων  και  την  επιλογή  της  εύκολης  λύσης : της  μετάθεσης  ευθυνών.  Οι   επαναλήψεις  του  ρήματος («φταίει»)  τα  ρητορικά  ερωτήματα («Ποιος  φταίει ;»),  η  διαπίστωση  («Κανένα  στόμα  δεν  το ’βρε  και  δεν  το ’πε  ακόμα»)  ουσιαστικά  αποκαλύπτουν  την  πραγματική  αιτία  του  κακού  ριζικού  και  δικαιολογούν  την  ειρωνική  διάθεση  του  ποιητή.  Στην  τελευταία  ενότητα   απεικονίζονται  τα  επακόλουθα  της  νοοτροπίας  των  «μοιραίων» :  το  σκοτεινό  μέλλον  (σκότεινη  ταβέρνα) και  η  μονιμότητα  της  εξαθλίωσης (πάντα),  η  αδράνεια  και  η  μοιρολατρία,  η  στυγνή  εκμετάλλευσή  τους  από  τους  ισχυρούς.  Διαγράφεται,  όμως,  καυστική  η  στάση   
ΤΕΧΝΙΚΗ : Αφήγηση  και  Διάλογος (δίνει  το  λόγο  στους  πρωταγωνιστές  στην  δ’ στροφή).               Ο  αφηγητής  είναι  άλλοτε  ετεροδιηγητικός (γ’ πρόσωπο)  και  άλλοτε  ομοδιηγητικός (α’ πρόσωπο).  Άρα  μεταβάλλεται  και  η  οπτική  γωνία  της  αφήγησης (αφήγηση  με  εσωτερική  ή  με  μηδενική  εστίαση).
ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΑ : Το  ποίημα  έχει  6  εξάστιχες  στροφές.  Σε  κάθε  στροφή  ο  α’,γ’,ε’ και  στ’ στίχος  είναι  ιαμβικοί  εννεασύλλαβοι  ενώ  ο  β’ και δ’  είναι  ιαμβικοί  οκτασύλλαβοι.                               Η  ομοιοκαταληξία  έχει  τη  μορφή : αβαβγγ.
ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ  ΜΕΣΑ : Αφθονούν  οι  εικόνες,  αρκετές  είναι  οι  παρομοιώσεις  και  οι  μεταφορές,  εντυπωσιάζει  το  χιαστό  σχήμα  και  η  επαναφορά.
ΓΛΩΣΣΑ : Δημοτική  και  ιδίως  το  λαϊκό  ιδίωμα.
ΎΦΟΣ : Λιτό (πυκνός  λόγος)  και  παραστατικό (δυνατές  εικόνες).


ΜΠΑΛΑΝΤΑ  ΣΤΟΥΣ  ΑΔΟΞΟΥΣ  ΠΟΙΗΤΕΣ  ΤΩΝ  ΑΙΩΝΩΝ
ΚΩΣΤΑΣ  ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ : (1896 – 1928 )  Αντιπροσωπευτικός  ποιητής  της  γενιάς  του  μεσοπολέμου ( της  γενιάς  του  1920 ).  Η  ζωή  μακριά  από  την  Αθήνα   λόγω  του  επαγγέλματος  του  πατέρα  του  και  του  ίδιου  αργότερα  τον  γέμιζε  απελπισία.  Αυτοκτόνησε  τον  Ιούλιο  του  1928  στην  Πρέβεζα.                                                                                                  Η  ποίησή  του  σχετίζεται   με  το  έργο  Γάλλων  κυρίως  ποιητών.  Τη  διακρίνει  η  απογοήτευση,  η  διάθεση  φυγής,  η  πικρία  και  η  απαισιόδοξη  στάση  απέναντι  στη  ζωή.  Εκφράζει  ένα  πνεύμα  διάλυσης  και  παρακμής.  Στόχος  της  είναι  η  προσωπική  λύτρωση    αλλά  στο  τέλος  ο  κεντρικός  άξονας  της  βιοθεωρίας  που  προβάλλεται   είναι   ο  θάνατος.  Ο  τρόπος  έκφρασης  που  κυριαρχεί  είναι  ο  σαρκασμός  και  ο  αυτοσαρκασμός.  Η  ποίηση  του  Καρυωτάκη  επηρέασε  τους  σύγχρονους  με  αυτόν  και  μερικούς  μεταγενέστερους   ποιητές  αλλά  το  έργο  του  αναγνωρίστηκε  μετά  το  θάνατό  του.  Ποιητικές  συλλογές  του  είναι : Ο  πόνος  του  ανθρώπου  και  των  πραγμάτων             ( 1919),  Νηπενθή ( 1920 ),  Ελεγεία  και  σάτιρες ( 1927 ),  Άπαντα  τα  ευρισκόμενα  Α’ και  Β’( 1965 )
Το  ποίημα  Μπαλάντα  στους  άδοξους  ποιητές  των  αιώνων  ανήκει  στη  συλλογή  Νηπενθή ( νηπενθής : αυτός  που  έχει  αποβάλλει  τη  λύπη,  το  πένθος ),  που  αποτελεί  την  απάντηση  στη  μη  αναγνώριση  της  πρώτης  του  συλλογής  και  είναι  μπαλάντα.                  Δηλαδή,  είναι  είδος  ποιήματος  με  σταθερή  μορφή  και  με  δραματικά,  επικά  και  λυρικά  στοιχεία.  Αποτελείται  από  τέσσερις  στροφές,  τρεις  οκτάστιχες  και  μία  τετράστιχη,  την  επωδό.  Στο  τέλος  κάθε  στροφής  επαναλαμβάνεται  ο  ίδιος  στίχος  ως  μοτίβο ( ρεφρέν ).  Το  είδος  γνώρισε  μεγάλη  ακμή  στο  μεσαίωνα,  ενώ  το  19ο αιώνα  χρησιμοποιήθηκε  από  μεγάλους  ποιητές  της  Αγγλίας,  της  Γαλλίας  και  της  Γερμανίας.           Μεταγενέστερα  ευδοκιμεί  η  ελεύθερη  μπαλάντα,  δηλαδή  αφηγηματικό  ποίημα  με  κάπως  μεγάλη  έκταση  και  ποικίλο  περιεχόμενο.  Στην  Ελλάδα  ο  όρος  χρησιμοποιείται  και  για  να  ονομάσει  τις  παραλογές ( δημοτικά  τραγούδια  με  έκταση  και  ολοκληρωμένη  υπόθεση,  όπως  και  οι  μπαλάντες )                                                                                            Η  τεχνοτροπία  που  ακολουθεί  ο  ποιητής  είναι  ο  συμβολισμός  στη  μορφή ( όχι  στο  περιεχόμενο  με  λέξεις – σύμβολα )  με  την  αψεγάδιαστη  επεξεργασία  του  στίχου,  τις  ηχητικές  αρετές ( απουσία  χασμωδιών,  πολύ  εύηχες  και  πλούσιες  ομοιοκαταληξίες,  μουσικότητα )  και  τη  μελαγχολική  διάθεση  που  αποπνέει  το  περιεχόμενο  του  ποιήματος.                                                                                                                                                                     Το  περιεχόμενο  του  ποιήματος  είναι  στοχαστικό,  αφού  αναφέρεται  στην  τραγική  αυταπάτη  των  ατάλαντων  ποιητών,  που  φαντάζονται  ότι  θα  αποκτήσουν  στο   μέλλον  αναγνώριση  και  δόξα                                                                                                                                                   Η  δομή  του  ποιήματος : α’ στροφή ( α. Οι  ταλαντούχοι  ποιητές  που  δοξάστηκαν  αργότερα – 6  στίχοι ,  β. Η  προσωπική  στάση  του  ποιητή  στους  άδοξους  ποιητές – 2  στίχοι )     β’ στροφή ( α. Οι  ταλαντούχοι  ποιητές  που  δοξάστηκαν  αργότερα – 3 στίχοι,          β. Αναφορά  στους  άδοξους  ποιητές – 3 στίχοι,  γ. Η  προσωπική  στάση  του  ποιητή  στους  άδοξους  ποιητές – 2 στίχοι )    γ’ στροφή ( α. Αναφορά  στους  άδοξους  ποιητές – 5 στίχοι,    β. Η  προσωπική  στάση  του  ποιητή  στους  άδοξους  ποιητές – 3 στίχοι )     δ’ στροφή ( Ο  ποιητής  και  οι  άδοξοι  ποιητές – 4 στίχοι )                                                                                                    Διακρίνεται  μεγάλη  ποιητική  τέχνη  στη  διάταξη  του  υλικού  του  ποιήματος :                                     α)  Η  θέση  των  άδοξων  ποιητών  παρουσιάζεται  προοδευτικά  στις  3  πρώτες  στροφές                  β)  Οι  ποιητές  που  έχουν  καταξιωθεί – αν  και  αντιμετώπισαν  δυσκολίες – παρουσιάζονται  με  φθίνουσα  σειρά                                                                                                                                     γ)  Η  προσωπική  στάση  του  Καρυωτάκη  απέναντι  στους  άδοξους  ποιητές   δίνεται  με  αυξανόμενη  ένταση  στο  τέλος  της  καθεμιάς  από  τις  3  πρώτες  στροφές  ενώ  στην  τελευταία  στροφή  αποκαλύπτοντας  την  επιθυμία  του  ταυτίζεται  με  αυτοσαρκασμό  μαζί  τους.

   Ν.  ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( 1883 – 1957 )
Γεννήθηκε  στο  Ηράκλειο  Κρήτης.   Οι  διωγμοί  των  Τούρκων   οδηγούν  την  οικογένειά  του  στην  Αθήνα (1889)  και  έπειτα  στη  Νάξο (1897).  Ο  ίδιος  φοίτησε   σε  σχολείο  φραγκισκανών  μοναχών  στη  Νάξο,  έπειτα  στο  Ηράκλειο  Κρήτης,  στην  Αθήνα ( Νομική  Σχολή ),  στο  Παρίσι ( Νομικά  και  Φιλοσοφία  με  δάσκαλο   τον  Μπερξόν ).  Πήρε  μέρος  στην  ίδρυση  του  «Εκπαιδευτικού  ομίλου»,  ασχολήθηκε  με  το  μεταφραστικό  έργο,  εξέδωσε  διατριβή  για  το  φιλόσοφο  Φρειδερίκο  Νίτσε.  Ταξίδεψε  με  τον  Άγγελο  Σικελιανό  στα  μοναστήρια  του  Αγίου  Όρους (1914-1915),  ανέλαβε  το  συντονισμό  του  επαναπατρισμού  των  Ελλήνων  του  Καυκάσου (1919)  ύστερα  από  πρόταση  του  Ελ.  Βενιζέλου.  Ταξίδευε  συνεχώς  σε  Ελλάδα,  Παλαιστίνη,  Αφρική,  Ρωσία (1920-1928)  αλλά  και  αργότερα  σε  διάφορες  χώρες  με  δημοσιογραφικές  αποστολές.  Έζησε  για  ένα  διάστημα  στη  Γαλλία (Αντίμπ)  και  στην  Ολλανδία (Άμστερνταμ).  Ταξίδεψε  αν  και  άρρωστος  στην  Κίνα (1957)  και  πέθανε  σε  κλινική  του  Φράιμπουργκ  της  Γερμανίας.   Η  σορός  του  μεταφέρθηκε  στο  Ηράκλειο  και  στον  τάφο  του  ύστερα  από  προσωπική  του  επιθυμία  γράφτηκαν  τα  λόγια : «Δε  φοβάμαι  τίποτα,  δεν  ελπίζω  τίποτα,  είμαι  λεύτερος».
Το  έργο  αλλά  και  η  ζωή  του  αποτυπώνει  την  εναγώνια  αναζήτηση  του  νοήματος  της  ζωής  και  του  προορισμού  του  ανθρώπου.  Ο  ίδιος  πίστευε  ότι  η  ουσία  της  ύπαρξης  του  ανθρώπου   είναι  ο  αγώνας.  Πίστευε  ακόμη  ότι  ο  αγώνας  οδηγεί  στην  κατάκτηση  της  ευτυχίας,  της  ελευθερίας  και  της  ελπίδας.  Και  μετά  από  αυτό  το  στάδιο  πίστευε  ότι  ο  άνθρωπος  αγωνίζεται  για  να  μην  φοβάται  και  να  μην  ελπίζει  σε  τίποτα.  Για  τον  Καζαντζάκη  ο  αγώνας,  η  προσπάθεια,  ο  συνεχής  μόχθος  μετουσιώνει  την  ύλη  σε  πνεύμα.  Οι  προβληματισμοί  του,  λοιπόν,  είναι   μεγαλοφυείς,  ο  λόγος  και  ο  στίχος  του  επιδέξιος,  η  γλώσσα  του  ρωμαλέα,  νευρώδης,  εντελώς  προσωπική.   Το  έργο  του  είναι  πολύπλευρο ( ποίηση,  πεζογραφία,  ταξιδιωτικά  έργα,  θέατρο,  μεταφράσεις ).   Ήταν  υποψήφιος  για  το  Νόμπελ  Λογοτεχνίας  αλλά  απορρίφθηκε  από  συντηρητικούς  κύκλους.
Βίος  και  πολιτεία  του  Αλέξη  Ζορμπά : το  πρώτο  και  ίσως  το  καλύτερο  μυθιστόρημα  του  Ν.  Καζαντζάκη,  που  διαπραγματεύεται  τις  υπαρξιακές  αγωνίες  που  δημιουργεί  στο  Ζορμπά  η  εμπειρία  του  θανάτου.
Χώρος : Μυθιστορηματικός  χώρος  είναι  η  Κρήτη  και  μάλιστα  ένα  χωριό  στο  Λιβυκό  πέλαγος  ενώ  πραγματικός  χώρος  έμπνευσης  του  συγγραφέα  είναι  η  Μάνη.
Χρόνος : Ο  χρόνος  της  αφήγησης  τοποθετείται  στο  παρελθόν,  συγκεκριμένα  σε  μια  ζεστή  νύχτα  πριν  από  το  Β’ Παγκόσμιο  πόλεμο.  Η  πορεία  του  χρόνου  είναι  ομαλή ( δεν  υπάρχουν  αναχρονίες ).
Πρόσωπα : ο  Ζορμπάς ( άνθρωπος  των  αισθήσεων  και  της  πράξης  και  όχι  της  σκέψης  και  της  λογικής )  και  το  «αφεντικό»- συγγραφέας ( άνθρωπος  της  διανόησης  και  του στοχασμού ),  που  ταυτίζεται  με  τον  πραγματικό  συγγραφέα  του  έργου.  Ανάμεσά  τους  αναπτύσσεται  μια  σχέση  αντίθεσης  αλλά  και  μαθητείας  ( από  την  πλευρά  του  συγγραφέα ),  που  μένει  όμως  ανολοκλήρωτη,  αφού  ο  νέος  διανοούμενος  δε   μπορεί  να  προσεγγίσει   τη  βιοθεωρία  του  γεμάτου  ζωική  ορμή  μεσήλικα  Ζορμπά  καθώς  δεν  απαρνιέται  όλες  τις  ηθικές  αρχές  και  τους  τύπους  που  χαρακτηρίζουν  τη  σκέψη  του.
Δομή : α’ ενότητα = ο  Ζορμπάς  ζητά  από  τον  συγγραφέα  απαντήσεις  στα  υπαρξιακά  του  ερωτήματα ( «Προχωρούσαμε  αμίλητοι … να  του  ’δινα  μιαν  απόκριση !»).                              β’ ενότητα = ο  συγγραφέας  εξηγεί  στο  Ζορμπά  τι  είναι  «ιερός  τρόμος» (« Ένιωθα  βαθιά … Ξημέρωνε» ). 
Ερμηνεία  :  Στην  α’ ενότητα  περιγράφεται  ο  χώρος  και  ο  χρόνος  της  ιστορίας  και  εξ’ αυτών  αντιθετικά  η  ψυχική  διάθεση  των  προσώπων ( βαριά  και  πένθιμη )  αλλά  και  η  αιτία  που  την  προκαλεί ( θάνατος  της  μαντάμ  Ορτάνς ).  Ο  Ζορμπάς  διατυπώνει  προαιώνια  και  αναπάντητα  ερωτήματα  που  αναφέρονται  σε  αγωνίες  του  ανθρώπου  σχετικά  με  το  Θεό,  το  σκοπό  του  κόσμου,  τον  προορισμό  του  ανθρώπου,  το  νόημα  του  θανάτου   αλλά  με  έκπληξη  διαπιστώνει  ότι  ο  πολυδιαβασμένος   συγγραφέας  δεν  έχει  ανακαλύψει  ακόμη  τις  απαντήσεις  στα  αγωνιώδη  υπαρξιακά  ερωτήματα.  Τελικά,  ένα  νέο  ερώτημα ( «από  πού  ερχόμαστε  και  πού  πάμε» )  θα  φέρει  αμηχανία  στο  συγγραφέα.
Στη  β’ ενότητα  ο  συγγραφέας  στην  προσπάθειά  του  να  ερμηνεύσει  τον  «ιερό  τρόμο»,  το  «Δέος»,   τον  προαιώνιο  φόβο  του  ανθρώπου  μπροστά  στο  θάνατο  που  βρίσκεται  στην  ανώτατη  κλίμακα  των  κατακτήσεων  του  ανθρώπου  παρουσιάζει  τη  φιλοσοφική   κοσμολογία  και  ανθρωπολογία  του.  Οι  άνθρωποι  μοιάζουν  με  μικρά  σκουληκάκια,  η  γη  μοιάζει  με  φύλλο  όπου  σέρνονται,  τρώνε  και  επιβιώνουν  οι  άνθρωποι – σκουλήκια,  τα  υπόλοιπα  φύλλα  του  δέντρου  είναι  τα  άστρα,  ο  θάνατος  είναι  η  άβυσσος  που  συναντά  ο  άνθρωπος  στο  τέλος  του  φύλλου ( όταν  τελειώνει  η  ζωή  του )  και  η  ποίηση  είναι  η  φιλοσοφημένη  και  μεταλογική  θεώρηση  του  θανάτου  που  εκτονώνει  τις  μεταφυσικές   ανησυχίες  του  ανθρώπου.  Η  θεώρηση  του  φαινομένου  της  ζωής  και  του  θανάτου  από  τον  Καζαντζάκη  δεν  είναι  η  χριστιανική  αλλά  η  μηδενιστική,  αυτή  που  δέχεται  ότι  ο  άνθρωπος  καταλήγει  στην  άβυσσο,  στο  τίποτα  όταν  πεθαίνει .                        Ακολούθως,  ο  συγγραφέας  παρουσιάζει  στο  Ζορμπά  τις  διαφορετικές  στάσεις  του  ανθρώπου  απέναντι  στο  θάνατο ( φόβος,  πίστη  στο  Θεό,  θάρρος  και  αποδοχή  του ).                     Ο  Ζορμπάς  δηλώνει  ότι  και  αυτός  ανήκει  σε  όσους  δε  φοβούνται  το  θάνατο  αλλά  ταυτόχρονα  δηλώνει  ότι  ποτέ  δε  θα  τον  αποδεχτεί  ούτε  του  αρέσει,  νιώθει  δηλαδή  ελεύθερος  να  επιλέξει  τη  ζωή  ή  το  θάνατό  του.   Στη  δήλωση  αυτή  ο  συγγραφέας  σιωπά  γιατί  αισθάνεται  ότι  ο  μόνος  τρόπος  λύτρωσης  του  ανθρώπου  από  την  αγωνία  του  θανάτου  είναι  η   αίσθηση  της   ελευθερίας  να  επιλέγει  και  τελικά  ωριμάζει  βιώνοντας  το  θαύμα  της  ζωής  με  το  πρώτο  φως  της  ημέρας.
Χαρακτηρισμός – ψυχογραφία  προσώπων : Ζορμπάς = γήινος  άνθρωπος  με  ενεργές  τις  αισθήσεις  και  τα  ένστικτα.  Ο  κόσμος  των  συναισθημάτων  του  είναι  αυθεντικός,  γνήσιος  και  αληθινός.  Γι’ αυτό  κοιτάζει  με  θάρρος  το  θάνατο  αλλά  αγαπά  περισσότερο  τη  ζωή.  Συγγραφέας = άνθρωπος  του  πνεύματος,  του  στοχασμού,  διανοούμενος,  σκεπτικιστής.  Έχει  βαθιά  δομημένη  και  φιλοσοφημένη  σκέψη  αλλά  κατά  βάθος  θαυμάζει  την  απλοϊκή  λογική  του  Ζορμπά  και  τη  λεβεντιά  του  μπροστά  στο  θάνατο.
Τεχνική : Χρησιμοποιούνται  δύο  αντίθετοι  χαρακτήρες  που  εκπροσωπούν   δύο   διαφορετικές  φιλοσοφίες  : τον  ιδεαλισμό  και  τον  υλισμό.  Συγκεκριμένα,  ενώ  ο   απλοϊκός  και  βασιζόμενος  στην  εμπειρία  Ζορμπάς  διατυπώνει  καταιγιστικά  ερωτήματα  για  το  φαινόμενο  της  ζωής  και  του  θανάτου  ο  άνθρωπος  της  διανόησης  μάταια  προσπαθεί  να  δώσει  εξήγηση  αποκαλύπτοντας  την  άγνοια  για  τα  μεγάλα  και  αληθινά.
Αφηγηματική  τεχνική : Η  αφήγηση    γίνεται  σε  α’ πρόσωπο ( πρωτοπρόσωπη ).                    Ο  αφηγητής  είναι  ομοδιηγητικός ( συμμετέχει  στην  ιστορία )  και  μάλιστα  αυτοδιηγητικός ( συμμετέχει  ως  πρωταγωνιστής  ).   Και  φαίνεται  να  ταυτίζεται  με   τον  ίδιο  το  συγγραφέα.   Η  εστίαση  είναι  εσωτερική ( γνωρίζει  μόνο  όσα  πέφτουν  στην  αντίληψή  του ).
Αφηγηματικοί  τρόποι : α)  Διήγηση  ή  αφήγηση ( η  ιστορία  τοποθετείται  στον  τόπο  και  το  χρόνο  και  παρουσιάζονται  τα  πρόσωπα ),  β)  Περιγραφή ( του  φυσικού  τοπίου  και  των  ενεργειών  των  προσώπων ),  γ)  Διάλογος ( των  δύο  ηρώων  με  στόχο  την  αποκάλυψη  της  βιοθεωρίας  τους ).
Γλώσσα : Δημοτική  ρωμαλέα  και  ποιητική,  χυμώδης  και  πολυδύναμη.
Ύφος : Σοβαρό  και  στοχαστικό,  ζωηρό  και  παραστατικό.
Εκφραστικά  μέσα : Εικόνες,  μεταφορές,  παρομοιώσεις. 

 ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ  ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ  (1912 – 1991)  -  ΤΗΣ  ΣΠΑΡΤΗΣ  ΟΙ  ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΕΣ
Γεννήθηκε  στη  Λακωνία.  Εγκαταστάθηκε  στην  Αθήνα  για  να  φοιτήσει  στη  Νομική  Σχολή.  Δεν  αποφοίτησε  για  οικονομικούς  λόγους.  Πολέμησε  στο  αλβανικό  μέτωπο  το  1940  και  πήρε  μέρος  στην  Αντίσταση.  Ανήκει  στη  Γενιά  του  τριάντα  και  θεωρείται   σπουδαίος  σύγχρονος  λυρικός  ποιητής.  Η  πρώιμη  ποίηση  του  Βρεττάκου  επηρεάστηκε    από  τον  καρυωτακισμό  και  γι’ αυτό  διακρίνεται  από  απαισιόδοξη  διάθεση  και  παθητική  στάση  απέναντι  στη  ζωή.  Αργότερα,  όμως,  η  διαμαρτυρία  του  ενάντια  στην  κοινωνική  αδικία  και  εκμετάλλευση  βοήθησε  να  ανακαλύψει  τα  τεράστια  αποθέματα  εμπιστοσύνης  και  καλοσύνης  που  κρύβει  ο  άνθρωπος.  Κηρύσσει  την  αγάπη  και  την  ειρήνη  και  οραματίζεται  έναν  κόσμο  ελεύθερο,  απαλλαγμένο  από  τη  βία  και  την  κακία,  χωρίς  διακρίσεις  και  ανισότητες.  Τα  θέματά  του  είναι  ποικίλα : έρωτας,  ομορφιά,  λαός,  ειρήνη,  αγάπη.  Η  αισιοδοξία  του  για  τη  ζωή  και  η  απέραντη  τρυφερότητα  για  τον  άνθρωπο  εκφράζεται  μέσα  από  εμπνευσμένες  εικόνες   της  φύσης.  Αρχικά  ακολούθησε  την  παραδοσιακή  ποίηση  αλλά  γρήγορα  τον  κέρδισε  η  ανανεωμένη  νεοτερική  ποίηση  χωρίς  ποτέ  να  αποχωριστεί  το   βασικό  γνώρισμά  του,  το   λυρισμό.  Από  το  1929  έως  τη  δεκαετία  του  1980  εξέδωσε  περίπου  τριάντα  ποιητικές  συλλογές,  αρκετά  πεζά,  μεταφράσεις  Γάλλων  πεζογράφων  και  μία  μελέτη  για  το  Νίκο  Καζαντζάκη.
Το  ποίημα  ανήκει  στη  συλλογή  «Ο  χρόνος  και  το  ποτάμι».  Είναι  διάλογος  του  ποιητή  με  τη  φύση  της  πατρίδας  του  και  στηρίζεται  σε  παραστατικότατες  εικόνες  και  μοτίβα  του  δημοτικού  τραγουδιού.
ΔΟΜΗ : α’ ενότητα (στ. 1 – 3) = ερωτική  συνάντηση  στους  πορτοκαλεώνες  της  Σπάρτης.                        β’ ενότητα (στ. 4 – 8)  = η  αγάπη  της  μάνας  για  το  γιο.
ΤΕΧΝΙΚΗ : α) θεατρικότητα ( εναλλακτική  χρήση   μονολόγου  και  διαλόγου ),  β)  μορφή  δημοτικού  τραγουδιού ( προσωποποίηση  της  φύσης,  γοργός  και  λιτός  λόγος,  μοτίβο  της  μάνας  κάτω  από  το  φεγγάρι  -που  εκδηλώνει  με  ανιδιοτέλεια  και  απεραντοσύνη  την  αγάπη  της  και  ταυτόχρονα  προσπαθεί  να  μεταδώσει  την  πείρα  της  στο  ερωτευμένο  παιδί  της-,  γενίκευση  του περιεχομένου  και  καθολίκευση  των  προσώπων ),  γ)  συμπλοκή  ερωτικής  εικόνας  και  εικόνας  της  φύσης.
ΧΩΡΟΣ : Οι  πορτοκαλεώνες  στη   λακωνική  πεδιάδα.
ΧΡΟΝΟΣ : Η  άνοιξη  της  ανθοφορίας,  την  ημέρα (α’ ενότητα )  και  τη  νύχτα ( β’ ενότητα ).
ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΑ : Ο  στίχος  είναι  ελεύθερος,  ανομοιοκατάληκτος  και  ανισοσύλλαβος.
ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ  ΜΕΣΑ : α) εικόνες,  β) μεταφορές,  γ)  προσωποποίηση.
ΓΛΩΣΣΑ : Η  γλώσσα  είναι  δημοτική,  λιτή  και  πυκνή.
ΎΦΟΣ : Λυρικό  και  θερμό (ζωηρές  εικόνες  και  λιτός  λόγος ).

ΟΔΥΣΣΕΑΣ  ΕΛΥΤΗΣ  -  ΑΞΙΟΝ  ΕΣΤΙ (1959)
Συνθετικό  ποίημα  που  αποτελεί  πνευματικό  γεγονός.  Με  αυτό  ο  Ελύτης  στρέφεται  από  τα  θέματα  της  φύσης  στα  θέματα  της  ηθικής  και  ταυτόχρονα  κάνει  φανερή  την  πρόθεσή  του  να  αποτελέσει  εθνικό  ποιητή.  Χρησιμοποιώντας  την  εθνική  και  λαϊκή    παράδοση  των  Ελλήνων  ανασυνθέτει  τον  ελληνικό  μύθο  και  τον  στηρίζει  σε   σταθερές  που  σαρκώνουν  το  ουσιαστικότερο  και  ψηλότερο  περιεχόμενο  της  αληθινής  ανθρώπινης  φύσης,  την  Πατρίδα  και  την  Πίστη.
ΔΟΜΗ : Για  να  συμπυκνώσει  σε  ένα  ποίημα  ολόκληρο  τον  ελληνικό  κόσμο  χρησιμοποίησε  το  σχήμα  της  τριαδικής  συμμετρίας  και  της  βυζαντινής  λειτουργικής  παράδοσης.  Το  «Άξιον  Εστί»   διαιρείται  σε  τρία  μέρη : «Η  Γένεσις»,  «Τα  Πάθη»,  «Δοξαστικό».  Το  πρώτο  μέρος  διαιρείται  σε  επτά  ύμνους (ψαλμούς),  που  αντιστοιχούν  στις  επτά  ημέρες  της  Δημιουργίας  και  έχει  ως  θέμα  τη  γένεση  του  ποιητή  και  την  παράλληλη  δημιουργία  του  κόσμου  στη  συνείδησή  του.  Το  δεύτερο  μέρος  αποτελείται  από   36  τμήματα,  που  διαιρούνται  σε  τρεις  μορφικούς  τύπους : ψαλμούς (18),  ωδές (12),  αναγνώσματα (6).  Σπονδυλική  στήλη  των  «Παθών»  είναι  τα  αναγνώσματα.  Κάθε  ανάγνωσμα  περιβάλλεται  από  δύο  ωδές  και  τέσσερις  ψαλμούς. Τα  θέματα  των  αναγνωσμάτων  είναι : Αλβανικός  πόλεμος (2),  Κατοχή (2),  Εμφύλιος  και  προφητεία  του  ποιητή (2).  Το  τρίτο  μέρος  έχει  έντονη  την  εκκλησιαστική  επίδραση (ακόμα  και  στον  τίτλο)  και  ως  θέμα  την  Ελλάδα (φύση : μακροκοσμική  διάσταση,  Παναγία : υπερβατική  διάσταση,  ποιητής : μικροκοσμική  διάσταση )
ΤΕΧΝΙΚΗ : Ψαλμοί  και  ωδές  απηχούν  εκκλησιαστικά  κείμενα.  Συγκεκριμένα,  οι  ωδές  στηρίζονται  σε  μέτρα  που  χρησιμοποίησαν  άλλοτε  οι  βυζαντινοί  μελωδοί.  Καθεμία,  όμως,  αντιπροσωπεύει  διαφορετικό  στιχουργικό  τύπο.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ : Γίνεται  προσπάθεια  να  ταυτιστεί  η  μοίρα  της  Ελλάδας  με  τη  μοίρα  του  ποιητή,  αφού  και  οι  δύο  πασχίζουν  προσηλωμένοι  στο  βαθύτερο  νόημα  της  ελευθερίας (πρωτοπρόσωπος  αφηγητής  άλλοτε  ο  ποιητής  και  άλλοτε  ο  Έλληνας).
ΓΛΩΣΣΑ : Διαχρονική,  αφού  καλύπτει  ολόκληρη  την  ιστορική  πορεία  του  Ελληνισμού           ( Όμηρος,  Βυζάντιο,  Μακρυγιάννης )  και  δημιουργική,  αφού  χαρακτηρίζεται  εμπλουτισμένη  και  ανανεωμένη  χάρη  στη  σπάνια  πλαστική  ικανότητά  του.
Το  άσμα/ ωδή  του  σχολικού  βιβλίου  μετασχηματίζει  ποιητικά  το  τέταρτο  ανάγνωσμα : «Το  οικόπεδο  με  τις  τσουκνίδες» (το  θέμα  αφορά  στην  Κατοχή  και  ιδιαίτερα  στα  μπλόκα  των  Γερμανών  με  στόχο  τη  σύλληψη  μελών  της  Αντίστασης ).  Η  ωδή  τεχνικά  βασίζεται  στο  εγκώμιο  «Αι  γενεαί  πάσαι»  ως  προς  το  μέτρο  και  τον  αριθμό  συλλαβών  ανά  στίχο  και  αποτελείται  από  έξι  οκτάστιχες  στροφές.
ΔΟΜΗ : Ενότητα  α’  : (στροφή α’)  : Ο  εξευτελισμός  των  δέντρων  από  τους  εχθρούς.                                                                              Ενότητα  β’  : (στροφή β’    : Η  βασιλεία  του  θανάτου.                                                                                                 Ενότητα  γ’  : (στροφή γ’)   : Οι  μαυροντυμένες  γυναίκες.                                                                                                    Ενότητα  δ’  : (στροφή δ’)  : Η  αγανάκτηση  του  ποιητή  για  τη  λιμοκτονία.                                              Ενότητα  ε’  : (στροφή ε’)  : Η  προφητεία  για  χειρότερες  μέρες.                                                                          Ενότητα   στ’ : (στροφή στ’): Η  βασιλεία  του  θανάτου  ξανά.
ΑΝΑΛΥΣΗ  α’ ενότητας  : Εισάγει  στο  χώρο  και  το  χρόνο. Το  «παραθύρι»  φανερώνει  επιθυμία  διαφυγής,  συνδέει  με  το  τέταρτο  ανάγνωσμα  και  τις  εκτελέσεις  των  αγωνιστών  της  Αντίστασης  και  παρουσιάζει  το  χώρο/ φύση  και  το  χρόνο/ χειμώνας  του  1941-1942.  Ο  ποιητής  μετατρέπεται  σε  προφήτη ( αναφώνηση  και  μέλλοντας  χρόνος ) και  εκπρόσωπο  του  ελληνικού  λαού,  αφού  αποκαλύπτει  τη  μελλοντική  χρήση  των  δέντρων (συμβόλων  της  ζωής  και  της  ομορφιάς )  και  τη  δυνατότητα  του  ναζισμού  να  μετατρέπει   σε  πλάσματα  με  προσωπίδες,  χωρίς  βούληση,  ανελεύθερα  τους  ανθρώπους ( άνω  θρώσκω = είμαι  ελεύθερος  ).   Στη  β’ ενότητα  γίνεται  κατανοητό  ότι  στην  περίοδο  της  κατοχής  δεν  έχει  θέση  ο  έρωτας  και  η  χαρά  της  ζωής ( δάγκωσα  τη  μέρα).  Η  ζωή ( πράσινο  αίμα = χυμός  της  φύσης ) είναι  αφυδατωμένη  και  πλησιάζει  το  θάνατο.  Μπροστά  στις  πύλες  του  Άδη/ συρμάτινου  οικοπέδου  εμφανίζονται  θλιμμένοι   φονιάδες,  υποδουλωμένοι  στις  μισάνθρωπες   αντιλήψεις  του  ναζισμού.  Το  σκοτάδι,  η  απελπισία  που  σκορπά  ο  θάνατος  το  χειμώνα  του  1941-1942   επικρατεί  ακόμα  και  στον  πυρήνα  της  γης  ή  της  καρδιάς  του  ανθρώπου  απομακρύνοντας  την  ελπίδα  και  την  αισιοδοξία ( ο  ήλιος = ζωή,  ελευθερία  οδηγεί  στο  θάνατο ).  Στην  γ’ ενότητα   κραυγάζει  η  αντανάκλαση  του  θανάτου  στη  μάνα  και  παραπέμπει  στους  εκκλησιαστικούς  ύμνους  της  Μεγάλης  Παρασκευής ( αντίθεση  μεταξύ  των  εικόνων  της  ζωής  και  του  θανάτου/ του  παρελθόντος  και  του  παρόντος )  και  στο  δημοτικό  τραγούδι ( προσωποποίηση  του  Χάρου).  Στην  δ’ ενότητα  εκφράζεται  η  αγανάκτηση  του  ελληνικού  λαού,  το  άχτι (λαϊκά)  για  την  πείνα  που  επιβάλλεται  αλλά  και  η  ελπίδα  και  η  αισιοδοξία  που  εικονοποιείται  υποδηλώνοντας  την  Αντίσταση (προκηρύξεις,  συνθήματα)  και  το  αγωνιστικό  φρόνημα  του  λαού.  Στην  ε’ ενότητα  επανέρχεται  το  θέμα  του  θανάτου (μέσα  από  τη  μνήμη  ιστορικών  γεγονότων  με  θλιβερή  κατάληξη) και  των  δυσοίωνων  προβλέψεων (αναφώνηση)   με  τολμηρές  μεταφορές  και  προφητικό  τόνο  βιβλικού  χαρακτήρα.  Όμως  η  απαισιοδοξία  δεν  είναι  αδιαπέραστη,  αφού  οι  κατακτητές/ θύτες  δηλητηριάζονται  από  τη  χαρά  της  ζωής  που  εκφράζουν  τα  θύματα/ αγωνιστές.  Στην  στ’ ενότητα   ο  θάνατος  επιβραδύνει  την  εκπλήρωση  της  προφητείας  και  επιβάλλεται  οριστικά.  Η  στροφή  είναι  συγκερασμός  των  δύο  πρώτων  στροφών  θυμίζοντας  τη  δομή  των  προφητειών  της   Παλαιάς   Διαθήκης.
ΤΕΧΝΙΚΗ : Δραματικός  μονόλογος  και  συνδυασμός  παραδοσιακής ( στιχουργία  με  πρότυπο  τον  ύμνο  «Αι  γενεαί  πάσαι»   και  στέρεη  αρχιτεκτονική / δομή ,  που  οδηγεί  στη  νοηματική  σύνδεση  των  στροφών  ) και  σύγχρονης ( υπερρεαλιστική  εικονοπλασία  και  απουσία  στίξης ) ποίησης.
ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΑ : Το  η’  άσμα  δημιουργήθηκε  με  πρότυπο  τον  ύμνο  της  Μεγάλης  Παρασκευής  «Αι  γενεαί  πάσαι».  Αποτελείται  από  έξι  οκτάστιχες  στροφές.  Οι  μονοί  στίχοι  κάθε  στροφής  είναι  δωδεκασύλλαβοι  τροχαϊκοί  και  οι  ζυγοί  επτασύλλαβοι  ιαμβικοί (εξαίρεση  αποτελούν  ο  όγδοος  στίχος  της  πρώτης  στροφής : αναπαιστικός  και  ο  δεύτερος  της  πέμπτης ).  Η  ομοιομορφία  των  στίχων,  που  οδηγεί  στην  απουσία  της  στίξης  και  στη  μουσικότητα,  αναδεικνύει  τον  έξοχο  ποιητικό  λόγο.
ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ  ΜΕΣΑ : Προσωποποιήσεις,  μεταφορές,  εικόνες,  επαναλήψεις,  παρηχήσεις,  αναφωνήσεις.
ΓΛΩΣΣΑ : Εμπεριέχει  στοιχεία  από  όλες  τις  φάσεις  της  ελληνικής  γλώσσας (από  την  ομηρική  αρχαιότητα  έως  την  πρόσφατη  λαϊκή  μορφή  της ).
ΎΦΟΣ : Λυρικό  και  μεγαλόπρεπο ( πλούσια  εκφραστικά  μέσα,  πλαστικός  λόγος )   και  σοβαρό (  προφητικός  τόνος,  έντονη  θρησκευτικότητα )

ΣΤΡΑΤΗΣ  ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ   ( ή  Σταματόπουλος  1892 – 1969 )                                                                
Γεννήθηκε  στη  Συκαμιά  της  Λέσβου.  Εγκαταστάθηκε  στην  Αθήνα (1912)  και  εργάστηκε  ως  συντάκτης  σε  αθηναϊκά  φύλλα  ενώ  παρακολουθούσε  μαθήματα  στο  πανεπιστήμιο.  Πήρε  μέρος  ως  εθελοντής  στους  Βαλκανικούς  πολέμους,  στον  Α’ Παγκόσμιο  πόλεμο  και  στη  Μικρασιατική  εκστρατεία.  Επέστρεψε  στο  νησί  του  αλλά  το  1932  ξαναγύρισε  στην  Αθήνα.  Συνεργάστηκε  με  διάφορες  εφημερίδες  και  περιοδικά  ενώ  από  το  1938  έως  το  1955  εργάστηκε  στη  βιβλιοθήκη  της  Βουλής  των  Ελλήνων.  Τιμήθηκε  με  το  Κρατικό  Βραβείο  πεζογραφίας  (1940)   για  το  Γαλάζιο  βιβλίο  και  εκλέχθηκε  μέλος  της  Ακαδημίας  Αθηνών  (1958)  
Ανήκει  γραμματολογικά  στη  γενιά  του  ’30. Το  έργο  του  διακρίνεται  σε  τρεις  φάσεις.                                     Στην  πρώτη  φάση  (1915 – 1932)  συνεπαρμένος  από  ανθρωπιστικά,  επαναστατικά  και  αντιπολεμικά  ιδεώδη  εκφράζει  στο  έργο  του  το  αντιμιλιταριστικό  πνεύμα  του  με  λυρική  και  κριτική  διάθεση  ( Κόκκινες  ιστορίες,  Η  ζωή  εν  τάφω,  Διηγήματα,  Η  δασκάλα  με  τα  χρυσά  μάτια ).                                                                                                                                 Στη  δεύτερη  φάση  (1933 – 1949)  στρέφεται  στο  παιδικό  παρελθόν  του  και  στις  ρίζες  της  εθνικής  παράδοσης  ( Ο  Βασίλης  ο  Αρβανίτης,  Τα  παγανά,  Ο  Παν,  Η  Παναγιά  η  Γοργόνα,  Το  πράσινο  βιβλίο,  Το  γαλάζιο  βιβλίο ).                                                                                    Στην  τρίτη  φάση  τα  θέματα  και  ο  αφηγηματικός  τρόπος  παραμένει  ο  ίδιος ( Το  κόκκινο  βιβλίο,  Το  βυσσινί  βιβλίο ).
Τα  βασικά  χαρακτηριστικά  της  γραφής  του  είναι  η  αρμονική  συνύπαρξη  μεταξύ  του  λυρισμού  και  του  ρεαλισμού.  Θεωρείται  δεξιοτέχνης  της  περιγραφής  με  κύρια  γνωρίσματα  γραφής  τη  λυρική  διάθεση,  την  ηθογραφική  ικανότητα  και  τον  γλωσσικό  πλούτο.  Τα  θέματά  του  είναι  εμπνευσμένα  από  τα  πεδία  των  μαχών,  την  ελληνική  φύση ( έντονη  φυσιολατρική  διάθεση ),  τη  γυναίκα ( ρομαντικό  πάθος ),  τη  ζωή,  το  θάνατο,  την  ανθρωπιά  και  την  ελπίδα.  Το  μήνυμα  του  έργου  του  είναι  ο  αποτροπιασμός  για  την  κτηνωδία  του  πολέμου.  Οι  χαρακτήρες  που  χρησιμοποιεί  είναι  ανθρώπινοι  και  αντιηρωικοί.  Ο  λόγος  του  είναι  γρήγορος  και  μερικές  φορές  πυρετώδης,  χωρίς  να  χάνει  τη  ζεστασιά  και  τη  ζωντάνια  της  προφορικής  ομιλίας.
Η  ΖΩΗ  ΕΝ  ΤΑΦΩ                                                                                                                                              
Δημοσιεύτηκε  αρχικά  το  1924  σε  τοπική  εφημερίδα  της  Λέσβου  και επίσημα  το  1931.  Αποτυπώνει  τα  προσωπικά  βιώματα  του  συγγραφέα  από  τον  Α’ Παγκόσμιο  πόλεμο (1914 – 1918)  και  για  το  λόγο  αυτό  ονομάζεται  το  «βιβλίο  των  χαρακωμάτων».   Ο  τίτλος  του  βιβλίου  αποτυπώνει  εκφραστικά  τη  φρικτή  εμπειρία  του  πολέμου.   Στοχεύει  σε  ένα  αντιπολεμικό  ρεπορτάζ.   Ο  Μυριβήλης  χρησιμοποιεί  απλά  μέσα  και  την  αυτοβιογραφούμενη  διήγηση  για  να  καταγράψει  τις  εντυπώσεις  ενός    προσώπου ,  του  λοχία  Αντώνη  Κωστούλα,  από  το  μακεδονικό  μέτωπο  με  τη  μορφή  επιστολών  προς  κάποια  γυναίκα.  Χρησιμοποιεί,  όμως,  και  το  τέχνασμα  της  πλαστοπροσωπίας,  αφού  ο  λοχίας  δεν  είναι  άλλος  από  τον  ίδιο  τον  συγγραφέα.  Οι  επιστολές  αυτές   εκδόθηκαν  από  τον  Μυριβήλη  και  αποτέλεσαν  τη  μυθιστορηματική  ύλη  για  το  έργο  του.  Σε  αυτό  κυριαρχούν  τα  δύο  βασικά  ένστικτα  του  ανθρώπου : ο  έρωτας  και  ο  θάνατος  που  συγκρούονται  παίρνοντας  τη  μορφή :  πόλεμος – ειρήνη,  μίσος – αγάπη,  ασχήμια – ομορφιά.
Η  ΜΥΣΤΙΚΗ  ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ ( απόσπασμα )
Ο  χώρος  οριοθετείται  με  κινηματογραφική  λεπτομέρεια,  φωτίζεται   μέσα  από  την  κίνηση  του  λοχία.
Ο  χρόνος  περιγράφεται  με  ακρίβεια   μέσα  στα  πλαίσια  του  Α’ Παγκοσμίου  πολέμου.
Ο  αφηγηματικός  χρόνος  είναι  ο  ενεστώτας ( αν  και  τα  γεγονότα  της  αφήγησης  τοποθετούνται  στο  παρελθόν )  με  στόχο  τη  συναισθηματική   αμεσότητα,  τη  ζωντάνια,  την  παραστατικότητα.
Τα  πρόσωπα  είναι  περιορισμένα : ο  λοχίας,  που  αφηγείται  σε  πρωτοπρόσωπη  αφήγηση,  και  η  σιωπηλή  παρουσία  των  εχθρών  και  των  άλλων  στρατιωτών  του  λόχου.
Η  δομή :  α’ ενότητα («Το  πόδι  απόψε…τσιριξιά  χαράς») = σκέψεις  και  συναισθήματα                                  του  λοχία  μέσα  στο  χαράκωμα,                                                                                                                                    β’ ενότητα («Ήταν  ένα  λουλούδι  εκεί…και  να ’σαι  βλογημένη») = η                                                 αποκάλυψη  της  παπαρούνας,                                                                                                                                        γ’ ενότητα («Γύρισα  γρήγορα…Φεγγαράκι  μου  λαμπρό») = η  ψυχική  ανάταση                             του  λοχία.
Στην  α’ ενότητα  κυριαρχεί  το  α’ ενικό  πρόσωπο,  που  βεβαιώνει  τη  βελτίωση  της  υγείας  του  λοχία,  την  επιθυμία  να  κινηθεί  και  να  επικοινωνήσει  αλλά  και  την  επικρατούσα  σιωπή  και  μοναξιά.  Το  θεμελιώδες  γνώρισμα  του  ανθρώπου,  η  συλλογικότητα,  συντρίβει  κάθε  συμφέρον  ή  ιδεολογία  που  διαχωρίζει  και  γεννά  συγκρούσεις  και  τελικά  οδηγεί  στο  πανανθρώπινο  αίτημα  της  ειρηνικής  συνύπαρξης.               Με  ωμό  ρεαλισμό,  χωρίς  ωραιοποίηση   ο  συγγραφέας  περιγράφει  έντεχνα  τον  τόπο  του  μαρτυρίου,  το  κολαστήριο  του  πολέμου  και  με  δεξιοτεχνία  το  αντιπαραθέτει  στην  ομορφιά  της  κρυμμένης  ζωής,   της  φύσης.                                                                                                     Στη  β’ ενότητα  κυριαρχεί  ο  λυρισμός  για  να  φανερώσει  το  θαύμα  της  ζωής,  που  αποκαλύπτεται  μέσα  από  την  παρουσία  της  παπαρούνας  και  ενεργοποιεί  τα  συναισθήματα  και  την  ψυχική  δύναμη  του  ανθρώπου.  Η  λεπτομερής  περιγραφή,  η  αίσθηση  και  το  άγγιγμα  της  μυστικής  παπαρούνας  συμβολικά  περιγράφει  και  κλιμακώνει  τον  εξαγνισμό  του  ανθρώπου  που  γνώρισε  την  ασχήμια  και  τη  σκληρότητα  του  χαρακώματος.  Οδηγεί  χωρίς  αμφιβολία  στην  ομορφιά,  στον  ερωτισμό,  στη  ζωή,  στον  ίδιο  το  Θεό.                                                                                                            Στην  γ’ ενότητα  ο  ήρωας  κορυφώνει  τη  συναισθηματική  του  έκρηξη,  δημιουργεί  γιορτινή  ατμόσφαιρα  και   επαναφέρει   την  παιδική  αθωότητα ( αγνότητα,  τρυφερότητα,  ανιδιοτελή  αγάπη )   ως  αξία  με  την  οποία  κερδίζεται  η  ειρήνη.  Κλείνει  έτσι  κυκλικά  το  απόσπασμα  με  την  αναφορά  στο  «φεγγαράκι»  των  παιδικών  του  χρόνων.
Ο  ήρωας  γίνεται  οικείος  α)  ως  προς  τη  φυσική  του  κατάσταση (πόνος  ποδιού),                   β)  ως  προς  την  ψυχολογική  του  κατάσταση ( πριν  την  αποκάλυψη =αισθάνεται  μοναξιά  και  επιθυμία  να  επικοινωνήσει – μετά  την  αποκάλυψη = αισθάνεται  συγκίνηση,  χαρά,  ελπίδα,  ευτυχία,  ερωτική  έλξη  και  διάθεση  να  προστατεύσει,  δηλαδή  βιώνει  μία  πρωτόγνωρη  έξαρση  συναισθημάτων),  γ)  ως  προς  το  χαρακτήρα  του ( ευαίσθητος  και  τρυφερός ).
Η  τεχνική  είναι  ποικίλη.  Χρησιμοποιεί : α) τη  βασική  αντίθεση  μεταξύ  ζωής  και  θανάτου  και  άλλες  παραπλήσιες,  όπως  φως  και  σκοτάδι,  φθορά  και  ακμή,  ασχήμια  και  ομορφιά,  β)  πλοκή ( κίνητρο  δράσης,  περιπέτεια,  κορύφωση,  λύση ),                           γ)  το  συμβολισμό  της  παπαρούνας ( = ζωή,  ελπίδα )  και  το  μήνυμα  που  μεταδίδει ( ειρηνικό,  αντιπολεμικό,  βαθιά  ανθρωπιστικό ),  δ)  την  εσωτερική  δράση ( συναισθηματική  κατάσταση  και  προσωπική  εξομολόγηση ),  ε)  εναλλαγή  ρεαλιστικής  ,  νατουραλιστικής ( ωμά  ρεαλιστικής ) και  λυρικής ( απόδοση  φυσιολατρικής  διάθεσης  και  λεπτομερής  περιγραφή  της  παπαρούνας : τριχρωμία  κόκκινου,  μαύρου  και  πράσινου )  αφήγησης.
  Η  γλώσσα  είναι  καθαρή  δημοτική,  πλούσια,  λυρική,  χειμαρρώδης  και  συνδυάζεται  με  λόγο  σύντομο  και  κοφτό.  Έτσι,  η  γλώσσα  χαρακτηρίζεται  εκφραστική,  παραστατική,  ζωντανή,  δραματική  και  διακρίνεται  για  τη  «ρεαλιστική  ωραιολατρία»( συνδυασμός  ρεαλισμού  και  λυρισμού ).
Το  ύφος  είναι  γλαφυρό,  τρυφερό,  γοητευτικό,  συγκινητικό,  ώστε  χαμηλόφωνα  και  κουβεντιαστά  να  φορτίζει  συναισθηματικά.
Τα  εκφραστικά  μέσα  είναι  πλούσια ( κυρίως  παρομοιώσεις,  μεταφορές,  εικόνες ).